Кипрская Православная Церковь
Λόγος Πανηγυρικός: 1η Απριλίου 1955
Παραθέτουμε αυτούσια την ομιλία του Ακαδημαϊκού κ. Παναγιώτη Κ. Περσιάνη, που έγινε την 1η Απριλίου 2013 κατά τον επίσημο εορτασμό της Εθνικής Επετείου:
Σ’ όλες τις χώρες του κόσμου ο εορτασμός των εθνικών επετείων έχει βασικά δυο στόχους: α) να απονεμηθεί τιμή στους πρωτεργάτες του αγώνα και σ’ αυτούς που θυσιάστηκαν για την προάσπιση της πατρίδας και β) να δοθεί η ευκαιρία στους πολίτες να αποσπάσουν για λίγο τη σκέψη τους από την καθημερινή τύρβη και μέριμνα και να στοχαστούν πάνω στο τιμώμενο γεγονός, να το δουν υπό το φως των νέων κάθε φορά δεδομένων, και να αντιληφθούν την ιστορία τους μέσα σε μια νέα ιστορική προοπτική εμβαθύνοντας έτσι στη μοίρα του έθνους τους και τη δική τους και αντλώντας τα αναγκαία διδάγματα.
Το μέγιστο δίδαγμα που μπορεί να αντληθεί από τον αγώνα του 1955-59 είναι η επιβεβαίωση της ιστορικής αλήθειας πως, όταν ο ελληνικός λαός στηρίχτηκε στις δικές του δυνάμεις, μπόρεσε να επιτύχει τους στόχους του, είτε αυτοί ήταν η απελευθέρωση σκλαβωμένων εδαφών είτε η οικοδόμηση ενός δυνατού κράτους σεβαστού στους φίλους και φοβερού στους εχθρούς του.
Συναφές με αυτό είναι το δίδαγμα πως το θαύμα έγινε μόνο στις περιπτώσεις που ο ελληνισμός ήρθη πάνω από φιλοδοξίες και κομματικά και ιδεολογικά πάθη και με ομοθυμία, ομοψυχία , αποφασιστικότητα και πίστη σ ‘ αυτό που έκανε έθεσε ως πρώτο στόχο τη σωτηρία και το μεγαλείο της πατρίδας.
Ο αγώνας του 1955-59 αποτελεί ακριβώς μια τέτοια περίπτωση. Και τα τρία βασικά χαρακτηριστικά επιβεβαιώνουν αυτή την αλήθεια.
Το πρώτο χαρακτηριστικό ήταν η σύσσωμη και ενεργός συμμετοχή όλου του ελληνικού κυπριακού λαού, ανδρών και γυναικών, γέρων και νέων, ακόμα και μαθητών του δημοτικού σχολείου. Γι’ αυτό, όπως πολύ σωστά λέει ο ποιητής, «τη λευτεριά ο καθένας μας τη χρωστάει σ’ όλους». Τη χρωστάμε στους δυο αρχηγούς του αγώνα, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και το Στρατηγό Γρίβα Διγενή, που ενέπνευσαν το λαό και οργάνωσαν πολιτικά και στρατιωτικά τον αγώνα, τη χρωστάμε στα σχολεία και την Εκκλησία που γαλούχησαν τη νεολαία με τα νάματα της ελληνικής παράδοσης και του ελληνικού πολιτισμού και ατσάλωσαν την ψυχή με τα εθνικά ιδανικά, τη χρωστάμε στις εκατοντάδες τους μαχητές της πρώτης γραμμής που θυσίασαν τη ζωή τους στο βωμό της πατρίδας στην πιο όμορφη ώρα της νιότης τους, τη χρωστάμε, τέλος, σ’ όλους εκείνους που ύψωσαν ασπίδα προστασίας γύρω από τους αγωνιστές: Σ’ αυτούς που μετέτρεψαν τα σπίτια και τα περιβόλια τους σε κρησφύγετα, σ’ αυτούς που κάλυψαν με πέπλο μυστικότητας κάθε κίνηση και δράση τους, στους συνδέσμους, στους μαντατοφόρους, στους μεταφορείς όπλων, στις γυναίκες που τους τροφοδοτούσαν, στις εκατοντάδες μαθητές και μαθήτριες που με τις δυναμικές κινητοποιήσεις τους στις πόλεις ανάγκαζαν το βρετανικό στρατό και την αστυνομία να μετακινούν προς τα εκεί μεγάλα τμήματά τους μακριά από τα σημεία στα οποία θα δρούσαν οι αντάρτες, και σ’ όλόκληρο τον κυπριακό ελληνισμό που αγκάλιασε τον αγώνα με εμπιστοσύνη και αγάπη και δέχτηκε αγόγγυστα να υποστεί υλικές ζημιές από κατεδαφίσεις σπιτιων και εκριζώσεις περιβολιών, και να ταλαιπωρηθεί και να υποφέρει από αποκλεισμούς, κατ’οίκον περιορισμούς, και εξευτελιστικές σωματικές έρευνες.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό ήταν η ομοψυχία και το πνεύμα αδελφοσύνης που έδενε μεταξύ τους τους αγωνιστές. Πολλοί αναρωτιούνται σήμερα τι ήταν εκείνο που έκανε τους μαχητές, ακόμα και δεκαοκτάχρονα παιδιά, να μην ενδίδουν, να προτιμούν να πεθάνουν από τα βασανιστήρια παρά να προδώσουν τους συντρόφους τους. Ο λόγος ήταν βέβαια το υψηλό τους φρόνημα και η αγωνιστικότητά τους, αλλά περισσότερο η αίσθηση πως οι συναγωνιστές τους ήταν αδελφοί τους, «αδελφοποιτοί» τους, όπως θα έλεγε ο Σολωμός, και πως κατάδοσή τους θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με πράξη αδελφοκτονίας.
Τέλος, το τρίτο χαρακτηριστικό ήταν η αίσθηση του χρέους όχι μόνο προς τη μικρή πατρίδα Κύπρο αλλά και προς ολόκληρο το γένος των Ελλήνων. Ο Αυξεντίου, ο Μάτσης, ο Μάρκος Δράκος, ο Λένας ,αυτοί που αψήφησαν την αγχόνη και όλοι οι άλλοι συναισθάνονταν βαθιά μέσα τους το χρέος απέναντι στις παλιές και τις νέες γενιές, απέναντι στην ιστορία του ελληνικού γένους. Είχαν ισχυρή επίγνωση πως δεν ήταν ούτε οι πρώτοι και δεν θάπρεπε να είναι ούτε οι τελευταίοι σ’ αυτόν τον τόπο, ήξεραν βαθιά μέσα τους πως «χρωστάμε σ’ όσους ήλθαν, πέρασαν, θαρθούνε, θα περάσουν» και πως «κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί».
Σήμερα, πενηνταοκτώ χρόνια από τότε, η εθνική μνήμη κρατά ακόμα ζωντανά τα μικρά και τα μεγάλα θαύματα του αγώνα, τις ένδοξες στιγμές υψηλού φρονήματος, λεβεντιάς και ψυχικής ανάτασης. Σήμερα, πενηνταοκτώ χρόνια από τότε, η ψυχή μας εξακολουθεί να νιώθει συγκλονισμένη από το εκτυφλωτικό φως που ξεχύθηκε από τη σπηλιά του Μαχαιρά και από το ηθικό μεγαλείο του κρησφυγέτου στο Δίκωμο. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε το περήφανο πέταγμα του σταυραετού του Μαχαιρά πάνω από την Κύπρο αλλά και πάνω από το παγκόσμιο στερέωμα, όπως μαρτυρούν οι μπαλάντες που γράφτηκαν από ξένους που συγκινήθηκαν από το μεγαλείο της θυσίας του.
Η πικρή αλήθεια βέβαια είναι πως, παρ’ όλα αυτά, τα πράγματα άλλαξαν πολύ από τότε. Από τη μια, η αλλαγή τρόπου ζωής, ο κυνισμός, ο υλισμός και ο έντονος ατομικισμός που καλλιεργήθηκαν διεθνώς τα τελευταία πενήντα χρόνια και, από την άλλη, η οικονομική δυσπραγία που έπληξε το νησί μας δεν άφησαν ανεπηρέαστη τη νεολαία μας. Τα φαινόμενα της φυγοστρατίας και της πώλησης όπλων της Εθνικής Φρουράς καθώς και η υποβάθμιση του εθνικού θέματος, όπως έδειξαν επανειλημμένα οι δημοσκοπήσεις, σε δεύτερο θέμα, μετά την οικονομία, δείχνουν πως μειώνονται επικίνδυνα το πνεύμα εθνικής αντίστασης, η εθνική περηφάνια και ο άδολος πατριωτισμός που χαρακτήριζαν τη νεολαία μας τα δοξασμένα εκείνα χρόνια.
Χωρίς όμως αυτό τον πατριωτισμό η μικρή μας πατρίδα δεν έχει πολλές ελπίδες να επιβιώσει, ιδιαίτερα σήμερα μέσα στην οικονομική περιπέτεια στην οποία σπρώχτηκε και τις αφόρητες πολιτικές πιέσεις που θα ακολουθήσουν. Οι θανάσιμοι εχθροί και οι άσπονδοι φίλοι είναι τόσο πολλοί και οι συγκυρίες τόσο δύσκολες και επικίνδυνες, που μόνο με ισχυρό πατριωτισμό και υψηλό φρόνημα μπορούν να αντιμετωπιστούν. Γι’ αυτό χρειάζεται να αναληφθεί άμεσα με λόγια αλλά προπαντός με έργα αποφασιστική προσπάθεια από όλους, γονείς ,σχολεία ,κόμματα και ιδιαίτερα από την ίδια την πολιτεία προς αυτή την κατεύθυνση. Η πολιτεία πρέπει να γίνει ξανά παιδαγωγούσα πολιτεία. Πρέπει να εμπνεύσει στο λαό εμπιστοσύνη και πίστη στο μέλλον με έμπρακτη εμμονή στις αξίες της ισονομίας, της ισοπολιτείας και της κοινωνικής δικαιοσύνης και με αναγνώριση της προσφοράς όλων ανεξαίρετα των πολιτών.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της πρόσφατης προεκλογικής εκστρατείας τονίστηκε πολλές φορές από όλους τους υποψήφιους πως κανενός οι ώμοι δεν είναι τόσο δυνατοί ώστε να μπορούν να σηκώσουν από μόνοι τους το βάρος της σωτηρίας της πατρίδας και πως κανένας δεν περισσεύει. Αυτή η απλή αλλά μεγάλη αλήθεια πρέπει να γίνει συνειδητή από όλους ανεξαιρέτως, πρέπει να γίνει κοινό ιδανικό, ώστε να καλλιεργηθεί ξανά ανάμεσα στο λαό η ομοψυχία, η αλληλεγγύη αλλά και ο πατριωτισμός και η βαθιά έγνοια για το κοινό καλό. Χρειάζεται να σταθούμε όλοι μαζί όρθιοι και μονιασμένοι για να αντιμετωπίσουμε με πείσμα και επιμονή αλλά και με πολλή φρόνηση την καταιγίδα που έρχεται. Πρέπει να αποδείξουμε πως είμαστε πολύ σκληροί για να πεθάνουμε. Η μεγαλύτερη εκδίκησή μας εναντίον των εχθρών και των άσπονδων φίλων μας είναι να σταθούμε σύντομα στα πόδια μας, όπως το 1974, και να μη χρειαζόμαστε την οικονομική βοήθεια κανενός. Αυτό θα βοηθήσει να αποθαρρύνουμε αυξημένες πιέσεις στο εθνικό μας θέμα και να τις αποκρούσουμε με μεγαλύτερη επιτυχία εάν και όταν εκδηλωθούν.
Οι εξαγγελθείσες προθέσεις του νέου Προέδρου για ουσιαστική ενίσχυση του ρόλου του Εθνικού Συμβουλίου και στενή συνεργασία με τη Βουλή και όλα τα πολιτικά κόμματα δημιουργούν μεγάλες ελπίδες για επικράτηση μεγαλύτερης πολιτικής σύνεσης, υπευθυνότητας, ομόνοιας και πνεύματος ειλικρινούς συνεργασίας. Μεγάλες ελπίδες δημιουργούν επίσης η ωριμότητα και η υπευθυνότητα που δείχνει ο λαός μας αυτές τις μέρες καθώς και η βαθιά συνειδητοποίηση της μεγάλης ανάγκης για κοινωνική αλληλεγγύη, όπως αποδεικνύει η θέσπιση από τη Βουλή στις 22 Μαρτίου του Ταμείου Αλληλεγγύης . Η ενέργεια αυτή μπορεί, αν το θελήσουμε, να αποτελέσει την αρχή αναβίωσης στην εποχή μας του ελληνικού ευεργετισμού, μιας εθνικής κίνησης που βοήθησε σε μεγάλο βαθμό την επιβίωση και την ανάπτυξη τόσο της προεπαναστατικής όσο και της μετεπαναστατικής Ελλάδας το 18ο και 19ο αιώνα.
Η ευχή όλων μας αυτή την κρίσιμη ώρα είναι πως θα συνειδητοποιήσουμε όλοι μας, ηγεσία και λαός, το ηθικό νόημα του αγώνα του 1955-1959 και θα νιώσουμε τους αγωνιστές να ακουμπούν στον ώμο μας και να μας εμπνέουν και να μας στηρίζουν στη μεγάλη δοκιμασία που έχουμε μπροστά μας.
==========================================================
Βιογραφικό σημείωμα του Ακαδημαϊκού Παναγιώτη Περσιάνη
Ο Παναγιώτης Κ. Περσιάνης γεννήθηκε το 1932 στη Λύση της Αμμοχώστου. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παιδαγωγικά στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και Εκπαιδευτικό Προγραμματισμό στο Πανεπιστήμιο του Lancaster (Αγγλία). Διετέλεσε καθηγητής και διευθυντής σχολείων μέσης εκπαίδευσης, επιθεωρητής φιλολογικών μαθημάτων, διευθυντής του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου και αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Το συγγραφικό του έργο άπτεται ενός ευρύτατου πλαισίου θεμάτων, όπως εκπαιδευτικών, κοινωνικών και γενικότερων γνωσιολογικών θεμάτων.
Τα ιστορικά γεγονότα όπως η 25 Μαρτίου και η 1η Απριλίου, δημιουργούνται, δεν προκύπτουν
OMIΛΙΑ
ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
κ. ΟΥΡΑΝΙΟΥ Μ. ΙΩΑΝΝΙΔΗ (+ Ιανουάριος 2020)
ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥΣ
ΤΗΣ 25ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1821 ΚΑΙ ΤΗΣ 1ΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1955.
Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010, 7μ.μ.
Πνευματικό και Πολιτιστικό Κέντρο
Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄
Λευκωσία
Eλληνίδες, Έλληνες
Στους χαλεπούς καιρούς του τώρα, πορευόμαστε με πίστη. Τον Γολγοθά και τη Σταύρωση θα διαδεχθεί η ανάσταση. Εγγύηση της πορείας, η ιστορία μας. Που όσο κι αν πασχίζουν κάποιοι να την απαξιώσουν αυτή αντιστέκεται γιατί είναι η ίδια η ζώσα μνήμη του λαού και του έθνους μας. Και δεν αλλάζει.
Είμαστε όμως και θα είμαστε σε εγρήγορση γιατί δεν ξεχνούμε τη ρήση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ότι «οι προσκυνημένοι είναι πιο επικίνδυνοι από τους απόντες και οι πλαστογράφοι πιο επικίνδυνοι από τους προσκυνημένους».
Το Έθνος διαχρονικά δεν έπαψε να είναι στο στόχαστρο.
Δεν έπαψαν οι κατά καιρούς ισχυροί να το πολεμούν. Να του αμφισβητούν τα αυτονόητα.
Όμως ότι κι αν κάνουν εχθροί, φίλοι, εταίροι και δήθεν φίλοι δεν θα πετύχουν τη διαγραφή μας από το παρόν και το μέλλον.
Γιατί ξέρουμε καλά ποιοι είμαστε. Από πού ερχόμαστε, που βρισκόμαστε και που πρέπει να πάμε.
Και δεν θέλουμε άλλη απόδειξη για την ταυτότητα μας. Μας αρκεί το ομόγλωσσον, το ομόθρησκον και το όμαιμον. Μας αρκεί ότι είμαστε μέτοχοι της ίδιας παιδείας. Μας αρκεί ότι έχουμε το ίδιο αξιακό σύστημα.
Γι’ αυτό και συνεχίζουμε να υπάρχουμε. Δεν χαθήκαμε και δεν θα χαθούμε.
Ελληνίδες, Έλληνες,
Ο Ελληνισμός ως οντότητα, ιδέα και πραγματικότητα διέδραμε το ιστορικό γίγνεσθαι υπό την αδιάκοπη αμφισβήτηση των ορίων του και μένοντας κατά καιρούς, ακόμη, και χωρίς κρατική υπόσταση. Η διαδρομή ήταν δύσβατη και επίπονη, γιατί ο Ελληνισμός δεν ήταν πάντα στοιχείο κυρίαρχο. ήταν αντίθετα για πολλούς αιώνες στοιχείο πολιτικά υποταγμένο. Σε όλες όμως τις ώρες του, κυρίαρχος ή πολιτικά υποταγμένος, ο Ελληνισμός υπήρξε στοιχείο πολιτιστικά σημαντικό ή πρωταρχικό και περιφρούρησε μέσα από τη διατήρηση της θρησκείας, της γλώσσας και της εθιμικής παράδοσης την ενότητα, τη συνέχεια και την εθνική του υπόσταση. Ακόμα κι όταν βρέθηκε ανάμεσα σε άλλους λαούς στα όρια υπερεθνικών συγκροτημάτων. Ακόμα κι όταν στέναζε κάτω από αβάστακτους ζυγούς.
Μνήμη του Οσίου Μακαρίου του Ομολογητού (1η Απριλίου)
Σήμερα, Τετάρτη του Μεγάλου Κανόνος, 1η Απριλίου, η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας (†522), για την οποία είναι αφιερωμένη και η Ε΄ Κυριακή των Νηστειών. Επίσης, εορτάζουμε σήμερα τη μνήμη των Μαρτύρων Γεροντίου και Βασιλείδου, των Οσίων Μακαρίου του ομολογητού, ηγουμένου της μονής Πελεκητής, και Ευθυμίου του Ρώσου, του θαυματουργού.
O Όσιος Μακάριος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ονομαζόταν κατά κόσμο Χριστόφορος. Σε νεαρή ηλικία, ένεκα της αγάπης του για την Εκκλησία και τον τρόπο ζωής των μοναχών, με πλήρη αφοσίωση στο θέλημα του Θεού, πήγε στο Μοναστήρι της Πελεκητής στην Τρίγλεια της Προύσας για να δοκιμάσει τις δυνάμεις για το δύσβατο όρος του μοναχισμού.
Εκεί, με άσκηση και καλλιέργεια του έσω ανθρώπου έλαβε την απόφαση και εκάρη μοναχός και μετονομάστηκε σε Μακάριο. Δεν άργησαν όμως να φανούν το βάθος της απλότητας και καταδεκτικότητάς του και εν γένει τα πολλά πνευματικά του χαρίσματα και γι’ αυτό οι αδελφοί της Μονής τον εξέλεξαν Ηγούμενο της Αδελφότητας.
Αργότερα, εκτιμώντας την όλη παρουσία του, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Κατά τη διάρκεια της θλιβερής περιόδου της Εικονομαχίας, βίωσε όλη εκείνη τη αναστάτωση που για ένα αιώνα συγκλόνισε ανθρωπίνως την Εκκλησία, ένεκα των ακραίων που έφθαναν μέχρι και στην ειδωλολατρία απολυτοποιώντας τα υλικά κατασκευής της εικόνας.
Ο Όσιος Μακάριος για τους υπέρ του Ορθόδοξου φρονήματος αγώνες του και τη στερεή πίστη του φυλακίστηκε και εξορίστηκε.
Εκοιμήθη οσιακά εν μέσω κακουχιών και στερήσεων στο νησί Αφουσία, όπου ήταν εξόριστος.
Ακόμη, να αναφέρουμε ότι σήμερα τιμούμε τους ήρωες του απελευθερωτικού αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. του 1955-59.
Μνημονεύουμε όλους εκείνους, ήρωες και μάρτυρες που αντιστάθηκαν μέχρι θανάτου για τα ιδανικά της πίστεως και της πατρίδος. Σε αυτά τα αυθεντικά ιδανικά καλούμαστε όλοι να αναβαπτιστούμε, για να είμαστε σε εγρήγορση προς αντιμετώπιση κάθε κινδύνου και δοκιμασίας που συνοδεύουν τις προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου
«Πιστεύω … εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν»
Ακολουθεί κείμενο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου Β΄στο 46ο τεύχος του περιοδικού «Παρέμβαση Εκκλησιαστική»…
Παρέμβαση Εκκλησιαστική. Τεύχος: 46ο Μάϊος – Αύγουστος 2020
Διαβάστε το περιοδικό
με αφιέρωμα “Ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος”
Τεύχος 46ο
Το περιοδικό περιλαμβάνει κείμενα των :
Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου Β΄
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
+Μητρ. Σισανίου και Σιατίστης Παύλου
Επισκόπου Καρπασίας κ. Χριστοφόρου
+Αρχιμ. Γεωργίου Γρηγοριάτου
Αρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη
Αρχιμ. Γρηγορίου Μουσουρούλλη
+Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού
Πρωτ. Μιλτιάδη Ζέρβα
Πρωτ. Κωνσταντίνος Λ. Κωνσταντίνου
Πρωτ. Μιχαήλ Βοσκού
Πρωτ. Κωνσταντίνου Π. Κωνσταντίνου
Πρωτ. Κυπριανού Κουντούρη
Διακόνου Μιχαήλ Νικολάου
Νίκου Ορφανίδη
Πέτρου Παπαπολυβίου
Σταύρου Φωτίου
Ιωάννη Ηλιάδη
Νίκης Τρακοσιή
Σάββα Παρή
Αντώνιου Χαραλάμπους
Χρίστου Χατζημιχαήλ
Ελένης Αναστασίου
Μάριου Θρασυβούλου
Αποστολικό και Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Ε΄ Κυριακής των Νηστειών (Μαρίας Αιγυπτίας)
Αποστολικό Ανάγνωσμα: Εβρ. θ΄ 11-14
Ἀδελφοί, Χριστὸς παραγενόμενος Ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ᾽ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως, οὐδὲ δι᾽ αἵμα τος τράγων καὶ μόσχων, διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ ῞Αγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος. Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;
Απόδοση στη Νεοελληνική
Ἀλλ’ ὅταν ἦλθε ὁ Χριστὸς ὠς ἀρχιερεύς, τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, ἐμπῆκε διὰ τῆς μεγαλυτέρας καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, ἡ ὁποία δὲν εἶναι χειροποίητη, δὲν εἶναι δηλαδὴ ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον· ἐμπῆκε μιὰ γιὰ πάντα εἰς τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων ὄχι μὲ αἷμα τράγων καὶ μόσχων ἀλλὰ μὲ τὸ δικό του αἷμα καὶ ἐξησφάλισε αἰωνίαν λύτρωσιν. Διότι ἐὰν τὸ αἷμα τράγων καὶ ταύρων καὶ τὸ ράντισμα μὲ στάχτην ἀπὸ δαμάλι, ἁγιάζῃ τοὺς μολυσμένους, ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἐξωτερικὴν καθαρότητα, πόσον περισσότερον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος, διὰ τοῦ αἰωνίου Πνεύματος, προσέφερε τὸν ἑαυτόν του ἄμωμον θυσίαν εἰς τὸν Θεόν, νὰ καθασίσῃ τὴν συνείδησίν σας ἀπὸ νεκρὰ ἔργα, ὥστε νὰ λατρεύωμεν τὸν ζωντανὸν Θεόν.
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Μαρκ. ι΄ 32-45
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, 33ὅτι Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, 34καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 35Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 36ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 37οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 38ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 39οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 40τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται. 41καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. 42ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. 43οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 44καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 45καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Ἀνέβαιναν τὸν δρόμον πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐβάδιζε πρὶν ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἦσαν κατάπληκτοι, ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἀκολουθοῦσαν ἐφοβοῦντο. Καὶ ἐπῆρε πάλιν κατὰ μέρος τοὺς δώδεκα καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς λέγῃ τὰ μέλλοντα νὰ τοῦ συμβοῦν, ὅτι, «Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῇ εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς καὶ θὰ τὸν καταδικάσουν εἰς θάνατον καὶ θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τοὺς ἐθνικούς. Θὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν, θὰ τὸν φτύσουν καὶ θὰ τὸν θανατώσουν καὶ τὴν Τρίτη ἡμέραν θὰ ἀναστηθῇ». Καὶ τὸν πλησιάζουν ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τοῦ λέγουν, «Διδάσκαλε, θέλομεν ἐκεῖνο, ποὺ θὰ σοῦ ζητήσωμεν, νὰ μᾶς τὸ κάνῃς». Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Τί θέλετε νὰ σᾶς κάνω;». Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν, «Δός μας νὰ καθήσωμεν ὁ ἕνας εἰς τὰ δεξιά σου καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὰ ἀριστερά σου ὅταν ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τῆς δόξης σου». Ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε νὰ πιῆτε τὸ ποτῆρι, ποὺ ἐγὼ πίνω καὶ νὰ βαπτισθῆτε τὸ βάπτισμα, ποὺ ἐγὼ βαπτίζομαι;». Ἐκεῖνοι εἶπαν, «Μποροῦμε». Ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Τὸ ποτῆρι, ποὺ ἐγὼ θὰ πιῶ, θὰ τὸ πιῆτε καὶ θὰ βαπτισθῆτε τὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖον ἐγὼ βαπτίζομαι. Τὸ νὰ σᾶς βάλω ὅμως νὰ καθήσετε εἰς τὰ δεξιά μου ἢ εἰς τὰ ἀριστερά, δὲν εἶναι δικαίωμά μου νὰ τὸ δώσω ἀλλ’ εἶναι δι’ ἐκείνους, διὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἐτοιμασθῆ». Καὶ ὅταν οἱ δέκα τὸ ἄκουσαν, ἄρχισαν νὰ ἀγανακτοῦν ἐναντίον τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου. Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς ἐκάλεσε καὶ τοὺς λέγει, «Ξέρετε ὄτι ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦνται ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, τὰ καταδυναστεύουν, καὶ οἱ μεγάλοι ἄνδρες τους τὰ καταπιέζουν. Μεταξύ σας ὅμως δὲν θὰ συμβαίνῃ τὸ ἴδιο. Ἀλλ’ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ γίνῃ μεγάλος μεταξύ σας, θὰ εἶναι ὑπηρέτης σας, καὶ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ εἶναι μεταξύ σας πρῶτος, θὰ εἶναι δοῦλος ὅλων. Διότι καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε νὰ ὑπηρετηθῇ ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήσῃ καὶ νὰ δώσῃ τὴν ζωήν του λύτρον διὰ πολλούς».
*******************************
ΚΥΡΙΑΚΗ 5 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2020 – E΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)
(Μαρκ. ι΄ 32-45)) (Εβρ. θ΄ 11-14)
Ευλογημένη συνοδοιπορία
“Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα”
Μια βδομάδα πριν από τη θριαμβευτική είσοδο στα Ιεροσόλυμα, η Εκκλησία μας παρουσιάζει τον Ιησού να προλέγει στους μαθητές του το πάθος και τα κακά τα οποία πρόκειται να υπομείνει για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Κατά καιρούς ο Ιησούς και ιδίως ύστερα από κάθε χαρά, δεν παρέλειπε να υπενθυμίζει στους μαθητές του, ότι «ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται εις χείρας ανθρώπων αμαρτωλών και αποκτενούσιν αυτόν». Σκοπός αυτής της υπομνήσεως ήταν η ψυχική προετοιμασία τους για τις ώρες της μεγάλης δοκιμασίας, της εγκαταλείψεως, της μοναξιάς, όχι μόνο στην ίδια τη ζωή του Ιησού αλλά και στη συνέχεια στη δική τους ζωής. Και όπως έδειξε το μέλλον είχαν ανάγκη οι μαθητές μιας τέτοιας προετοιμασίας και προπαρασκευής, αφού όλοι πέρασαν από το καμίνι του πόνου και του μαρτυρίου, της θλίψεως και των δοκιμασιών. Ήταν η πορεία της αποστολικής μαρτυρίας τους.
«Αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα»
Σ’ αυτές τις τρεις λέξεις συμπυκνώνεται ολόκληρη η ζωή του χριστιανού. Άνοδος είναι η ζωή μας, όπως η άνοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Όπως ο Χριστός ανεβαίνει στην ιερή πόλη, έτσι και κάθε Χριστιανός ακολουθώντας τα ίχνη του Θεανθρώπου πρέπει ν’ ανεβαίνει και συνεχώς μ’ αυτή τη σκέψη να ζει, ότι δηλαδή σκοπός του είναι η είσοδος στην άνω Ιερουσαλήμ της Χάριτος. Είναι κοπιώδης και μαρτυρική η άνοδος αυτή, όπως ακριβώς ήταν τότε του Χριστού. Έχει απαραίτητη προϋπόθεση την άρση του προσωπικού Σταυρού, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να εισέλθει ο άνθρωπος την πύλη της ουρανίου Βασιλείας. Στην αντίληψη του κόσμου ανεβαίνει όποιος εξουσιάζει, όποιος κατακτά, όποιος κερδίζει, όποιος πλουτίζει, όποιος κυβερνά. Στην αντίληψη του Θεού ανεβαίνει όποιος διακονεί, όποιος διαμοιράζει, όποιος χάνει, όποιος ελεεί, όποιος υπηρετεί. Η πνευματική άνοδος στα μάτια του κόσμου φαίνεται αδυναμία. Μέσα όμως στη σωματική αδυναμία κρύβεται η δύναμη του Θεού. «Η γάρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται», διεμήνυσε με νόημα ο Κύριος στον Απόστολο Παύλο. Ιδιαίτερα σήμερα, που ο κόσμος εμφανίζεται να είναι τρομαγμένος μπροστά από την επέλαση ενός ιού και να τον κυριεύει η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια, τώρα που οι ωσμώσεις του θανάτου κυκλώνουν από παντού, η καταφυγή στη δύναμη του Θεού, αποτελεί τη μόνη οδό σωτηρίας, αλλά και της αληθινής ελπίδας. Η εμπιστοσύνη στη δική του Πρόνοια, αναπτύσσει τα πιο ισχυρά αντισώματα για την ανάσχεση όλων των κινδύνων στη ζωή του ανθρώπου που τον ζώνουν υπό μορφή εφιάλτη.
Τα άνω ζητείτε
Συνεχώς η Εκκλησία μάς προτρέπει και μας παρακινεί στην ουρανοδρόμο πορεία. «Τα άνω ζητείτε ου ο Χριστός έστιν εν δεξιά του Θεού καθήμενος, τα άνω φρονείτε μη τα επί της γης». Αν θέλουμε όμως να ανεβαίνουμε κατά την ευλογημένη προτροπή, πρέπει να μην παραλείπουμε να είμαστε συνεχώς προσδεμένοι με το άρμα της ταπείνωσης. Εκείνος είπε, άλλωστε, ότι «ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Να γίνουμε υπηρέτες και διάκονοι των συνανθρώπων μας, κυρίως δε εκείνων οι οποίοι φαίνονται να είναι κατώτεροι μας. Στην θεία άνοδο προπορεύεται ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ας ακολουθήσουμε τα ίχνη του. «Συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν και νεκρωθώμεν δι’ αυτόν ταις του βίου ηδοναίς ίνα και συζήσωμεν αυτώ». Όποιοι ακολουθήσουν τον Χριστό στη ζωή τους έχουν βέβαια την υπόσχεσή του: «και συνανυψώ υμάς εις την άνω Ιερουσαλήμ εν τη Βασιλεία των ουρανών».
Αγαπητοί μου αδελφοί, σκοπός της ζωής μας είναι η κατάκτηση της Βασιλείας του Θεού. Ο πόθος μας τότε θα γίνει πραγματικότητα, αν ακολουθήσουμε πιστά την πορεία του Χριστού, να συνοδοιπορήσουμε δηλαδή μαζί Του στο Πάθος για να αξιωθούμε να γίνουμε κοινωνοί και της Ανάστασής Του. Πρόκειται για την ανηφορική και γεμάτη θλίψεις οδός του Κυρίου. Εκείνη δηλαδή που εκβάλλει στη λαμπρηφόρο και ζωηφόρο Ανάσταση. Θεμελιώδεις πνευματικοί σταθμοί αυτής της ουρανοδρόμου πορείας είναι η θυσία και η ταπείνωση. Θέλουμε να γίνουμε μεγάλοι και πρώτοι; Ας γίνουμε πρώτα μικροί και τελευταίοι, σύμφωνα με την υπόδειξη του Κυρίου μας. Τότε η ύπαρξή μας καταξιώνεται στα αιώνια και τα αυθεντικά, σε αναβάσεις θείας ενατένισης. Γένοιτο.
Χριστάκης Ευσταθίου, θεολόγος
Η Ελληνική Σχολή Καραβά – Λαπήθου (1910-1912)
Kωστής Kοκκινόφτας
Kέντρο Mελετών Iεράς Mονής Kύκκου
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΚAPABA – ΛΑΠΗΘΟΥ (1910-1912)
Σύμφωνα με σχετικές μαρτυρίες, στα χρόνια της Tουρκοκρατίας οι κάτοικοι του Kαραβά μάθαιναν γραφή και ανάγνωση από τους μοναχούς της παρακείμενης Mονής της Aχειροποιήτου, ή από μερικούς εγγράμματους συγχωριανούς τους, οι οποίοι δίδασκαν, ενώ ασχολούνταν και με τις καθημερινές εργασίες τους. Στη συνέχεια, γύρω στο 1855, λειτούργησε οργανωμένο σχολείο στο συνοδικό της Aχειροποιήτου, που παραχωρήθηκε για τον σκοπό αυτό από τον Mητροπολίτη Kυρηνείας (1852-1862) Mελέτιο A΄, τον άμεσο προϊστάμενο της Mονής, και με πρώτο δάσκαλο τον Aθανάσιο Tριανταφυλλίδη από το Mεσολόγγι. Mερικά χρόνια αργότερα το σχολείο στεγάστηκε στο Mετόχιο της Mονής Kύκκου, το οποίο βρισκόταν στην τοποθεσία όπου αργότερα κτίστηκε ο ναός της Παναγίας της Eυαγγελίστριας. Tελικά, γύρω στο 1865, οι κάτοικοι ανήγειραν κοινοτικό σχολικό κτήριο και συνέχισαν να επιδεικνύουν έντονο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της παιδείας στην κωμόπολή τους με την πρόσληψη προσοντούχων δασκάλων. Στα χρόνια δε που ακολούθησαν, μέχρι και τη λήξη της περιόδου της Aγγλοκρατίας, η δημοτική εκπαίδευση στον Kαραβά γνώρισε σταδιακή και σταθερή ανάπτυξη, με την ίδρυση αρχικά Παρθεναγωγείου (1882), ενοποίηση στη συνέχεια του Aρρεναγωγείου με το Παρθεναγωγείο (1944), και τη λειτουργία της A΄ και της B΄ Aστικής Σχολής Kαραβά (1959-60).
Τυπική Διάταξη Απριλίου 2020
Δείτε την Τυπική Διάταξη Απριλίου, εδώ…
Μόρφου Νεόφυτος: Πατέρες μου, γιατί δὲν θεραπεύσαμε τὴ γενεὰ τοῦ αἰῶνος τούτου;
Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, στὴ Θεία Λειτουργία τὴν Δ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν (ὁσίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος), ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Αὐξιβίου Α΄ Ἐπισκόπου Σόλων τῆς κοινότητος Ἀστρομερίτη τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (29.3.2020).
Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου
Ομιλία Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου την Κυριακή Δ΄ των Νηστειών (29 Μαρτίου 2020)
Ομιλία Πανιερωτάτου
Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου
την Κυριακή Δ΄ των Νηστειών
29 Μαρτίου 2020
Όπως ακούσαμε στο σημερινό Ευαγγέλιο, αγαπητοί χριστιανοί, ένας νέος είχε «πνεύμα το άλαλον και κωφόν», κατείχετο δηλαδή και εβασανίζετο από πονηρό δαιμόνιο. Οι μαθητές του Κυρίου δεν μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν. Γι’ αυτό και ο πατέρας του νέου παρακαλεί τον Κύριο και αυτός ως φιλεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος βγάζει το δαιμόνιο από το παιδί του και το θεραπεύει.
Τότε, στην απορία των μαθητών του, γιατί αυτοί δεν μπόρεσαν να διώξουν το δαιμόνιο και να θεραπεύσουν το παιδί, ο Κύριος απάντησε: «Τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία». Αυτό το γένος των δαιμόνων –είπε- με τίποτε άλλο δεν διώχνεται, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία. Προσευχή και νηστεία, λοιπόν, είναι τα δύο πανίσχυρα όπλα στη ζωή μας.
Η προσευχή που είναι συνομιλία με τον Θεό, που είναι διάλογος ζωντανός μαζί του, είναι εξαιρετικό προνόμιο του ανθρώπου, γιατί μόνο εμείς και οι Άγγελοι μπορούμε να μιλούμε με τον Θεό και να προσευχόμαστε στον Θεό. Να τον δοξολογούμε, να τον ευχαριστούμε και να τον παρακαλούμε.
Κατά τον Ιερό Χρυσόστομο η προσευχή είναι όπλο πανίσχυρο των πιστών. Και ο Κύριος κατά την ενανθρώπησή του –συνεχίζει ο ιερός πατήρ- έκανε συνεχή χρήση της προσευχής. Όπως δε μας λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς «ήν διανυκτερεύων εν τη προσευχή του Θεού» (Λουκ. στ΄ 12), δηλαδή διέθετε ολόκληρες νύκτες προσευχόμενος.
Η προσευχή που πηγάζει από τα βάθη της ψυχής έχει τόσο μεγάλη δύναμη, που κατανίκησε τη δύναμη του πυρός, εδάμασε λιοντάρια, έδωκε τέλος σε πολέμους, έπαυσε μάχες, κατασίγασε τρικυμίες, έδιωξε δαίμονες, απομάκρυνε ασθένειες, σταμάτησε σεισμούς και άνοιξε τις πύλες του ουρανού.
Η δύναμη, όμως, της προσευχής γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, όταν συνοδεύεται από τη νηστεία.
Ομιλία στον Απόστολο της Κυριακής Δ’ Νηστειών
Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Μουσουρούλη
Κυριακή Δ΄ Νηστειῶν
Ὁμιλία εἰς τόν Ἀπόστολον
Τά βλέμματα στόν οὐρανό
Α. Ὁ μισθός τῆς ὑπομονῆς
Β. Ἀνοικτοί οἱ οὐαρανοί
Ὅπως ἔχουμε πεῖ καί ἄλλοτε ἀπό τή θέση αὐτή, Μακαριώτατε,τά ἀποστολικά ἀναγνώσματα τῆς Μ.Τεσσαρακοστῆς εἶναι παρμένα ἀπό τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Σέ ἀρκετά σημεῖα τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος προβάλλει ὡς πρότυπο πρός μίμηση τόν δίκαιο Ἀβραάμ, τόν πατριάρχη τῆς πίστεως, τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἀδιάκριτης ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀπέραντης ὑπομονῆς.
Ἔτσι λοιπόν καί στό σημερινό μας ἀνάγνω-σμα τονίζει τήν πίστη τοῦ δικαίου στίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἔλαμψε μέ τήν ἀξιοθαύμαστη ὑπομονή πού ἔδειξε μέχρι τήν ἐκπλήρωσή τους.
Α. Ὁ μισθός τῆς ὑπομονῆς
Πρίν προχωρήσουμε στή μελέτη τοῦ ἀνα-γνώσματός μας νά κάνουμε μιά διευκρίνηση. Νά ποῦμε ὅτι ἡ λέξη «ἐπαγγελία» στήν Ἁγία Γραφή σημαίνει τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Αὐτές τίς «ἐ-παγγελίες», τίς μεγάλες δηλαδή ὑποσχέσεις Του πρός τούς ἀνθρώπους ὁ Θεός, στά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διθαθήκης, τίς συνόδευε μέ ὅρκο. Καί τό ἔκανε αὐτό γιά νά βεβαιώσει τούς ἀποδέκτες, ὅτι αὐτές τίς ὑποσχέσεις θά τίς πραγματοποιοῦσε ὁπωσδήποτε. Αὐτό λοιπόν τό ἔκανε πρῶτα μέ τόν Ἀβραάμ. Γράφει ὁ Ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ: Ὅταν ἔδωκεν ὁ Θεός τίς ἐπαγγελίες στόν Ἀβραάμ, γιά νά τοῦ δείξει ὅτι ἡ ὑπόσχεση θά πραγματοποιηθεῖ, ὁρκίσθηκε. Καί ἐπειδή δέν εἶχε κανένα ἀνώτερό του νά ὁρκιστεῖ σ᾽αὐτόν, ὁρκίστηκε στόν ἑαυτό Του καί τοῦ εἶπε: « ἦ μήν εὐλογῶν εὐλογήσω σε»· σοῦ ὑπόσχομαι ἀληθινά ὅτι θά σέ εὐλογήσω πολύ πλούσια καί θά πληθύνω πάρα πολύ τούς ἀπογόνους σου.
Αὐτή τήν ὑπόσχεση ἔδωκεν ὁ Θεός στόν πιστό δοῦλο Του, καί ὁ Ἀβραάμ πίστεψε μέ ὅλη του τήν καρδιά στήν ὑπόσχεση πού πῆρε καί περίμενε μέ ὑπομονή τήν ἐκπλήρωσή της. Πράγματι «οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐ-παγγελίας»· ἀφοῦ ἔκανε πολλή ὑπομονή, ὕστερα πέτυχε τήν ἐκπλήρωση τῆς εὐλογίας πού τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Ἀπέκτησε δηλαδή παιδί ἀπό τή Σάρρα, τόν Ἰσαάκ ἀπό τόν ὁποῖο πληθύνθηκαν οἱ ἀπόγονοί του καί ἔγιναν μεγάλο ἔθνος.
Μέχρι ὅμως νά συμβεῖ αὐτό ὁ Ἀβραάμ περί-μενε δεκαετίες ὁλόκληρες μέ πίστη καί ὑπομονή. Δοκιμάστηκε σκληρά ἡ ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό. Ἡ πραγματικότητα συνεχῶς τόν διέψευδε. Ἡ γυναίκα του ἦταν γριά καί στείρα, κι ὁ Θεός τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἀποκτήσει ἀπογόνους «ὡς τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ», σάν τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καί τήν ἄμμο τῆς θάλασσας. Ἔπειτα λοιπόν ἀπό πολλά χρόνια ὑπομονῆς καί πίστεως, ὅταν ὁ Ἀβραάμ ἔφθασε στήν ἡλικία τῶν ἑκατό ἐτῶν, τότε βεβαιώθηκε ἀπό τά πράγματα γιά τήν μεγάλη ἀλήθεια, ὅτι ὁ Θεός δέν ἀθετεῖ τίς ὑποσχέσεις του. Τότε ὁ Θεός ἀμείβοντας τήν ὑπομονή του τοῦ χάρισε τόν εὐλογημένο Ἰσαάκ.
Σήμερα δέν εἶναι εὔκολο νά μιλᾶμε γιά ὑπομονή. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος βομβαρδίζεται ἀπό λύσεις εὔκολες καί γρήγορες. Ποῦ νά βρεθεῖ χῶρος γιά ὑπομονή, ὅταν συνεχῶς προωθεῖται καθέ τι πού γίνεται ταχύτερα;; Ἡ περίοδος τῆς πανδημίας πού περνᾶμε, ξεσκεπάζει γιά πολλούς ἀπό ἐμᾶς τήν ἀνυπομονησία μας. Ὁπωσδήποτε ὁ περιορισμός, πού ἀπαιτοῦν οἱ περιστάσεις, εἶναι ὀδυνηρός καί μάλιστα γιά ἀνθρώπους ἐξωστρεφεῖς, πού ἔχουν μάθει νά κινοῦνται συνεχῶς, νά μιλᾶνε, νά μή μένουν οὔτε γιά ἐλάχιστο χρόνο μόνοι μέ τόν ἑαυτό τους. Τό κλείσιμο στό σπίτι τούς γίνεται φυλακή, γκρίνιες καί διαπληκτισμοί, ὅταν μάλιστα ὁ χῶρος τῆς οἰκογενειακῆς στέγης εἶναι περιορισμένος. Δέν τούς κατακρίνουμε. Ἀντίθετα κατανοῦμε τό πρόβλημα. Ὅμως, ἀδελφοί μου, γιά νά ξεπεράσουμε τή δοκιμασία πρέπει νά κάνουμε ὑπομονή καί ὑπακοή. Ὁ περιορισμός στό σπίτι, ἄν τό θελήσουμε καί ἀγωνισθοῦμε ἐπικαλούμενοι τή χάρι καί τή βοήθεια τοῦ ἁγίου Θεοῦ, μπορεῖ νά θησαυρίσει στή ψυχή μας πολύ μεγάλη ὠφέλεια. Πιό συγκεκριμένα: ἐπικοινωνία μέ τά ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας μας, πού τόν ἄλλο καιρό δέν βλεπόμαστε καλά-καλά μεταξύ μας. Γυρίζοντας ὁ πατέρας τό βράδυ στό σπίτι βρίσκει τά παιδιά νά κοιμοῦνται. Τό πρωΐ πάλι φεύγει βιαστικά γιά τήν ἐργασία καί πάλι δέν τά βλέπει.Τώρα εἶναι εὐκαιρία πού καί τά παιδιά εἶναι στό σπίτι νά ἔχουμε ἐκτός τῶν ἄλλων κοινό τραπέζι ὅλης τῆς οἰκογενείας, γιατί ὄχι μελέτης πνευματικῆς καί προσευχῆς; Εἶναι μερικοί ἀπό τούς θετικούς παράγοντες πού προάγουν τήν ἑνότητα τῆς οἰκογενείας καί φέρνουν γαλήνη, εἰρήνη καί ψυχική προσέγγιση στίς ψυχές τῶν μελῶν της. Ὑπομονή καί πίστη, λοιπόν, καί θά περάσει ὁ πειρασμός.
Ἡ ἴδια ἡ φύση, ἀγαπητοί, μᾶς μαθαίνει νά περιμένουμε. Ὁ γεωργός σπέρνει τόν σπόρο στή γῆ καί περιμένει μῆνες ὁλόκληρους γιά νά θερίσει τόν καρπό.
Ἄς μάθουμε λοιπόν κι ἐμεῖς νά περιμένουμε. Νά κάνουμε ὑπομονή στίς δοκιμασίες, τίς ἀσθέ-νειες, τίς ἀδικίες. Νά μήν ἀποκάμνουμε, ἄν ἔχου-με δύστροπα παιδιά ἤ σύζυγο μέ ἰδιοτροπίες. Θά ἀγωνισθοῦμε νά προσεγγίσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί νά γευθοῦμε τά ἀγαθά τῆς ὑποχωρητηκότητας, τῆς συγχωρητικότητας, τῆς συνδιαλλαγῆς ἤ θά ἀφήσουμε τήν οἰκογενειακή βία νά κυριαρχήσει στά σπίτια μας; Ὁ Κύριος δέν μᾶς ὑποσχέθηκε ζωή ἀνέφελη καί ἀνέμελη. Ἀντίθετα μᾶς προειδο-ποίησε ὅτι στόν κόσμο αὐτό θά ἀντιμετωπίσουμε ὁπωσδήποτε θλίψεις. Ὑποσχέθηκε ὅμως ὅτι θά εἶναι μαζί μας, γιά νά μᾶς μεταγγίζει θάρρος καί δύναμη καί νά ἀναπτερώνει τίς ἐλπίδες μας. Μακάρισε τούς ταπεινούς καί πράους, τούς ἐλεήμονες, τούς πονεμένους καί τούς ἀδικημένους καί τούς ὑποσχέθηκε πλούσια τά ἐλέη Του. Καί τό κυριότερο ὑποσχέθηκε τήν κληρονομία τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν σέ ὅποιον μείνει πιστός στό θεῖο θέλημα μέχρι τέλους. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἀνώτερη ἐπαγγελία, πού μᾶς στηρίζει στίς δύσκολες ὧρες καί μᾶς ἀσφαλίζει, γιά νά μή χαθοῦμε. Θά μᾶς στηρίξει καί τώρα, στή δύσκολη τούτη ὥρα καί συγκυρία. Αὐτό λέει στή συνέχεια ὁ Ἀπόστολος.
******
Β. Ἀνοικτοί οἱ οὐρανοί
Εἶναι ἀδιάψευστες οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν θέλουν νά βεβαιώσουν τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τους καί νά δώσουν τέρμα σέ κάθε ἀντιλογία, ὁρκίζονται στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἀνώτερος ἀπό ὅλλους.
Ἐπειδή λοιπόν ὁ Θεός ἤθελε νά δείξει μέ πε-ρισσότερη βεβαιότητα σέ ἐκείνους πού θά κλη-ρονομοῦσαν τίς ἐπαγγελίες ὅτι ἦταν ἀμετάκλητη καί ἀμετάθετη ἡ ἀπόφασή Του νά πραγματοποιήσει τά ὅσα ὑποσχέθηκε, γι᾽αὐτό δέχθηκε ἀπό ἄκρα συγκατάβαση καί ἀγαθότητα νά μεσολαβήσει, ὅπως ἤδη εἴπαμε, ὅρκος στά λόγια Του.
Καί δέχθηκε νά χρησιμοποιήσει τόν ὅρκο, ὥστε μέ δύο πράγματα στερεά καί ἀμετακίνητα, δηλαδή τήν ὑπόσχεσή Του καί μέ τόν ὅρκο Του, στά ὁποῖα εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατο νά πεῖ ψέματα ὁ Θεός, νά ἔχουμε ἐμεῖς πού καταφύγαμε σ᾽ Αὐτόν «ἰσχυράν παράκλησιν», δηλαδή μεγάλη ἐνθάρρυνση καί στήριγμα, προκειμένου νά κρατήσουμε τήν ἐλπίδα πού βρίσκεται μπροστά μας.
Αὐτή τήν ἐλπίδα τήν ἔχουμε σάν ἄγκυρα τῆς ψυχῆς. Αὐτή μᾶς ἀσφαλίζει ἀπό τούς πνευματικούς κινδύνους καί εἶναι σταθερή καί ἀμετακίνητη καί εἰσέρχεται στά ἐνδότερα τοῦ κατα-πετάσματος, δηλαδή στόν οὐρανό, πού εἶναι σάν τά «ἅγια τῶν ἁγίων» τοῦ Ναοῦ, τόπος ἱερός, σύμβολο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖ, στόν οὐρανό, ὡς πρόδρομος εἰσῆλθεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς πρίν ἀπό ἐμᾶς καί γιά χάρη μας, γιά νά μᾶς ἀνοίξει τόν δρόμο καί νά μᾶς ἑτοιμάσει τόπο. Καί ἔτσι ἀναδείχθηκε Ἀρχιερέας ὄχι προσωρινός ἀλλά αἰώνιος, «κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ».
Συνεπῶς ἡ ἐπαγγελία γιά τήν κληρονομία τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν δέν εἶναι ἄπιαστο ὄνειρο. Ἤδη ὁ δρόμος εἶναι ἀνοικτός. Τόν ἄνοιξε ὁ πρωτότοκος Ἀδλεδφός μας, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἀπό τή στιγμή πού ἀναλήφθηκε, βρίσκεται στόν οὐρανό ὄχι μόνο ὡς Θεός ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος. Γι αὐτό καί ἡ ἐλπίδα μας ὅτι μᾶς περιμένει κάτι καλύτερο καί ἀνώτερο δέν εἶναι γενική καί ἀόριστη. Στηρίζεται σέ συγκεκριμένο πρόσωπο. Στόν Θεάνθρωπο Κύριο. Αὐτός βασιλεύει στούς οὐρα-νούς καί μᾶς καλεῖ κι ἐμᾶς νά ζοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του, πιστοί στό θέλημά Του, γιά νά συμβασιλεύσουμε στόν οὐρανό καί νά ἀπολαμβάνουμε κοντά Του αἰώνια τιμή καί δόξα.
Καθεδρικός Ναός Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου: Παρακολουθήστε Ζωντανά την Θεία Λειτουργία Δ΄ Κυριακής Νηστειών
«Ἀνοίξω τό στόμα μου, καί πληρωθήσεται Πνεύματος» (Λόγος στην Δ΄ Στάση των Χαιρετισμών)
Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου Γρηγορίου Μουσουρούλη
Ἀκάθιστος ὕμνος
Ὕμνους στήν Παναγία μας
(Ὁ εἱρμός τῆς α´ Ὠδῆς )
«Ἀνοίξω τό στόμα μου, καί πληρωθήσεται Πνεύματος»
Μέ αὐτά τά λόγια ἀρχίζει τό πρῶτο τροπάριο τοῦ Κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, πού ψάλλουμε τήν περίοδο αὐτή στούς ναούς μας πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὁ Κανόνας εἶναι ἕνας ἰδιαίτερος καί αὐτοτελής λατρευτικός ὕμνος, πού ἀποτελεῖται ἀπό μικρότερα τμήματα, τίς ὠδές. Τό πρῶτο τροπάριο κάθε ὠδῆς λέγεται εἱρμός καί πάνω σ᾽αὐτό, στή μουσική καί τό μέτρο τοῦ ὕμνου αὐτοῦ ψάλλονται καί τά ὑπόλοιπα τροπάρια τῆς ὠδῆς.
Οἱ εἱρμοί λοιπόν τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, πού τούς ἀκοῦμε ὡς Καταβασίες στούς Ναούς μας, γιά μεγάλα χρονικά διαστήματα μέσα στό ἔτος, εἶναι γραμμένοι καί μελοποιημένοι ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό καί συνδέονται μέ ἕνα περιστατικό τῆς ζωῆς του πολύ συγκινητικό.
Ὁ μεγάλος αὐτός δογματικός θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, πού πρωτοστάτησε στήν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἦταν πρωτίστως «τέκνον ὑπακοῆς». Πῆγε νά μονάσει στήν ἔρημο καί ἐπέλεξε νά ὑποταχθεῖ σέ Γέροντα πολύ ἔμπειρο, πολύ αὐστηρό καί πολύ ἀπαιτητικό. Ἐπειδή ὁ Ἰωάννης εἶχε ἔκτακτο χάρισμα ψαλμωδίας, ὁ Γέροντάς του, γιά νά τοῦ κόψει τό θέλημα, τοῦ ἔβαλε κανόνα νά μή συνθέτει οὔτε καί νά ψάλλει ὕμνους. Ὁ Ἰωάννης ὑπάκουσε στήν ἐντολή του καί γιά ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα δέν ἔγραψε οὔτε ἔψαλλε ὕμνους. Μιά μέρα ὅμως ἕνας γείτονάς τους πού εἶχε χάσει κάποιο συγγενή του παρακάλεσε τόν Ἰωάννη νά τοῦ γράψει κάτι γιά νά τόν παρηγορή¬σει στό πένθος του. Ὁ Ἰωάννης τότε συνέθεσε τόν γνωστό μας ὕμνο τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας «Πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον». Μόλις τό πληροφορή¬θηκε ὁ Γέροντάς του τοῦ ἔβαλε ἀκόμη αὐστηρό¬τερο κανόνα· ἀλλά παρουσιάσθηκε ἡ Παναγία καί τοῦ εἶπε: «Μή φράζεις τήν κρήνη πού ἀναβλύζει νάματα. Δῶσε εὐλογία στόν Ἰωάννη νά μοῦ ψάλει ὕμνο μελίρρυτο». Ὁ Γέροντας κάλεσε ἀμέσως τόν Ἰωάννη καί τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, ψάλε ἕναν ὕμνο στήν Παναγία μας». Τότε ὁ Ἰωάννης ἄρχισε νά ψάλλει μελωδικά: «Ἀνοίξω τό στόμα μου, καί πληρωθήσεται Πνεύματος, καί λόγον ἐρεύξομαι τῇ βασιλίδι Μητρί…». Θά ἀνοίξω τό στόμα μου καί θά γεμίσει ἀπό τή χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Μέ τήν ἔμπνευση καί τό φωτισμό τοῦ Παναγίου Πνεύματος θά ψάλω ὕμνο ἐγκωμιαστικό γιά νά τιμήσω τή Βασίλισσα Μητέρα τοῦ Κυρίου μου. Θά πανηγυρίσω χαρούμενος καί θά τραγουδήσω μέ ἀγαλλίαση τά πολλά καί μεγάλα της θαύματα.
Μετά ἀπ᾽αὐτά τά εἰσαγωγικά, νά δοῦμε τί ἔχει νά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης μέσα ἀπό τό θαυμάσιο αὐτό τροπάριο πού συνέταξε καί ἔψαλε πρός τιμήν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
*****
«Ἀνοίξω τό στόμα μου, καί πληρωθήσεται Πνεύματος»
Ἡ πρώτη ἔννοια πού τονίζεται ἐδῶ εἶναι ἡ ἔννοια τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Μή ξεχνᾶμε πώς ἡ προσευχή μας πρέπει νά περιλαμβάνει δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, εὐχαριστία γιά τά δῶρα καί τίς εὐλογίες πού μᾶς χαρίζει, ἀκόμη καί γιά τίς δοκιμασίες πού ἐπιτρέπει στή ζωή μας, ἐξομολόγηση ταπεινή τῶν λαθῶν καί παραλείψεών μας, ἕνα στοιχεῖο πού τό βλέπουμε σέ κάθε προσευχή τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας καί τέλος δέηση γιά τίς ἀνάγκες μας, τίς ἀνάγκες τῆς οἰκογένειας, τῆς κοινωνίας, τῆς πατρίδας μας, γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἄλλωστε ὁ θεῖος Παῦλος μᾶς συνιστᾶ: «ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν» (Φιλιπ. δ´6).
Ἡ προσευχή λοιπόν ἀρχίζει μέ δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἁγίου Θεοῦ· ἄλλωστε ἔχει λεχθεῖ πώς ἕνα «δόξα σοι ὁ Θεός» ἀξίζει περισσότερο ἀπό ἑκατό «Κύριε, ἐλέησον).
Πόσο ὡραῖο πράγμα λοιπόν, εἶναι κι ἐμεῖς νά ψάλλουμε ὕμνους δοξολογίας στόν ἅγιο Θεό καί στήν Κυρία Θεοτόκο μεγαλυνάρια! Νά ἀπευθυνόμαστε μέ υἱϊκή ἀγάπη στόν Θεό Πατέρα καί νά τοῦ λέμε: «Θεέ Πατέρα, σ᾽εὐχαριστῶ γιά τήν προστασία σου, Σέ ἀγαπῶ, Σέ προσκυνῶ, Σέ λατρεύω! «Ἀγαπήσω σε, Κύριε, ἡ ἰσχύς μου, Κύριος στερέωμά μου καί καταφυγή μου καί ρύστης μου»! Οἱ εὐεργεσίες σου εἶναι ποικίλες καί ἀναρίθμητες. Εἶμαι πλημμυρισμένος ἀπό τά δῶρα τῆς θείας ἀγάπης σου, τά ὁποῖα εἶναι τόσο πολλά καί τόσο μεγάλα! Πῶς νά τά ἀπαριθμήσω; Καί ποιό «εὐχαριστῶ» ἄξιο νά βρῶ νά σοῦ χαρίσω; Τί νά σοῦ ἀνταποδώ¬σω γιά ὅσες φανερές καί ἀφανεῖς εὐεργεσίες σου ἀπολαμβάνω; Σέ παρακαλῶ, Σύ νά πληρώνεις τήν καρδιά μου μέ αἰσθήματα βαθύτατης εὐγνωμοσύνης, Σύ νά στρώνεις τή ψηφίδα στόν λόγο μου, Σύ νά γεμίζεις τό στόμα μου μέ αἴνεση, γιά νά ὑμνῶ τή δόξα καί τή μεγαλοπρέπειά σου! Ποθῶ νά Σέ λατρεύω «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ»! Νά Σέ εὐχαριστῶ μέ ὅλη μου τήν καρδιά καί μέ ὅλες μου τίς δυνάμεις! Νά Σοῦ ἐκφράζω μέ τόν λόγο μου, μέ τά ἔργα μου καί τή θεάρεστη ζωή μου τό πιό μεγάλο μου εὐχαριστῶ».
Ἀλλά καί τήν ὑπερευλογημένη Θεοτόκο ἐπίσης ἔχουμε χρέος εὐγνωμοσύνης νά εὐχαριστοῦμε. Διότι ἀξιώθηκε τῆς ὑψίστης τιμῆς νά γίνει Μη¬τέρα τοῦ Θεοῦ καί νά συνεργήσει στό μεγάλο μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ἀλλά καί διότι ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ εἶναι Μητέρα καί ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Καταλαβαίνει τούς πόνους μας, τούς καημούς καί τά βάσανά μας, τῆς ψυχῆς τά σκιρτήματα, τούς ψιθυρισμούς τῶν χειλέων μας. Εἶναι ἡ μεγάλη Μητέρα τοῦ λαοῦ μας πού στέκεται πάνω ἀπό τίς πολιτεῖες καί τά χωριά, τούς κάμπους καί τά βουνά, τή θάλασσα καί τή στεριά, καί μᾶς σκεπάζει μέ τήν παρουσία της. Εἶναι ἡ Ἁγία Σκέπη, ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός, πού μᾶς προστατεύει ἀπό τίς ἐπιβουλές τῶν ἐχθρῶν.
Στήν πολιορκία τῶν Ἀβάρων ἡ Παναγία τῶν Βλαχερνῶν ἔσωσε τή Βασιλίδα τῶν πόλεων, τόν «ὀφθαλμόν τῆς Οἰκουμένης». Στά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας ἡ Παναγία θέρμαινε τήν ἀποσταμέ¬νη ἐλπίδα τοῦ ραγιᾶ, ἀλλά καί στά μετέπειτα χρόνια μέχρι σήμερα ἀπό τήν Παναγία τοῦ Ἕβρου, μέχρι τήν Προυσιώτισα, τήν Κυκκώτισσα, τήν Μαχαιριώτισσα, τήν Παναγία τῆς Καντάρας, τῶν Καθάρων καί Ἀμπαλαίσας ἔρχονται κύματα κύματα οἱ εὐλογίες της στόν λαό μας. Ἡ ἴδια Παναγία καί σήμερα θά μᾶς δώσει κουράγιο καί φωτισμό καί δύναμη καί ἀντοχή στόν νέο πόλεμο πού μᾶς κάνει ὁ ἀόρατος ἐχθρός τῆς λοιμικῆς νόσου πού τυλίγει ὁλόκληρο τόν πλανήτη. Σ᾽Αὐτήν νά καταφεύγουμε μέ πίστη πάντοτε, ἰδιαιτέρως σήμερα, διότι «πάντα δύναται, ὡς δυ¬νατόν ἐν ἰσχύει τόν Χριστόν κυήσασα» ἡ θεομακά¬ριστος.
*****
Ἀλλά καί προσωπικά ὅσοι πιστοί τήν ἐπικα¬λοῦνται, βλέπουν χειροπιαστή τή θαυμαστή προστασία της. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος γνωρίζουμε πόσο πονεμένος ἦταν! Συκοφαντήθηκε, πολεμήθηκε καί διώχθηκε χωρίς ὁ ἴδιος νά φταίει σέ τίποτε. Ἀλλά ἀπευθυνόταν στήν Παναγία, ὅπως ἀπευθύνεται τό μικρό παιδί στή μητέρα του καί τῆς ἔλεγε: «Σᾶς εὐχαριστῶ, Κυρία Θεοτόκε, θερμῶς σᾶς εὐχαριστῶ». Ἄλλοτε πάλι τῆς ἔλεγε: «Ἀνυμνῶν μεγαλύ¬νω σε, Ἄχραντε, τήν τό γένος ἡμῶν μεγαλύνα¬σαν». Καί ἄλλοτε ἔψαλλε: «Ἁγνή Παρθένε Δέσποινα, Ἄχραντε Θεοτόκε…».
Ἔτσι κι ἐμεῖς νά βρίσκουμε τά καλύτερα λόγια, ὅταν ἀπευθυνόμαστε στήν Παναγία Μητέρα μας. Νά συνομιλοῦμε μαζί της, ὅπως συνομιλοῦμε μέ τή μητέρα μας.Νά ψάλλουμε πρός τιμήν της ὕμνους καί μεγαλυνάρια, διάφορα τροπάρια, εἴτε ἀπό τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο εἴτε ἀπό τήν Παράκληση. Νά ψάλλουμε τό «Ἄξιόν ἐστι» ἤ τό «Θεοτόκε Παρθένε» ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο τροπάριο γνωρίζουμε ἀπέξω.
****
«Ἀνοίξω τό στόμα μου, καί πληρωθήσεται Πνεύματος»
Ἀδελφοί μου, εἶναι ὡραῖο πράγμα νά εἴμαστε εὐγνώμονες στόν Κύριο καί Θεό μας καί στήν παναγία Μητέρα Του. Εἶναι θεάρεστο νά μάθουμε νά λέμε καί στίς χαρές καί στίς λύπες μας, καί γιά τά εὐχάριστα καί γιά τά δυσάρεστα: «Δόξα σοι ὁ Θεός». «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς». Νά δοξολογοῦμε τόν πανοικτίρμονα Κύριο καί Θεό μας ἀλλά καί «τήν ἀκηλίδωτον καί ὑπέραγνον μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ ψυχαῖς καθαραῖς καί ἀρρυ¬πώτοις χείλεσι», μέ καθαρές ψυχές καί μέ χωρίς ρύπο χείλη.
Ἱερός Καθεδρικός Ναός Ἁγ.Ἰωάννου, Λευκωσία
Παρασκευή 27.03.2020
Η Συμβολή της Εκκλησίας της Κύπρου στους Εθνικοαπελευθερωτικούς Αγώνες του 1821 και του 1955
Κωστής Κοκκινόφτας
Kέντρο Mελετών Iεράς Mονής Kύκκου
H ΣYMBOΛH THΣ EKKΛHΣIAΣ ΤΗΣ KYΠPOY ΣTOYΣ EΘNIKOAΠEΛEYΘEPΩTIKOYΣ AΓΩNEΣ TOY 1821 KAI TOY 1955
H συμμετοχή της Κύπρου στην προεργασία για την απελευθέρωση των υπόδουλων ελληνικών χωρών μαρτυρείται ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα με την ενεργό συμπαράσταση του λόγιου Iωάννη Kαρατζά από τη Λευκωσία στο διαφωτιστικό και επαναστατικό έργο του Pήγα Φεραίου. O μαρτυρικός θάνατός του, τον Iούνιο του 1798, στις φυλακές του Bελιγραδίου, μαζί με τον Pήγα και τους άλλους συντρόφους του, αποτελεί μια πρώτη «εισφορά» της Kύπρου στους αγώνες του Eλληνισμού για ελευθερία . Στη συνέχεια, με την ίδρυση της Φιλικής Eταιρείας και την έναρξη των επαναστατικών διεργασιών, πολλοί Kύπριοι, με πρώτους όσους διέμεναν στις παροικίες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και της Eυρώπης, μυήθηκαν σε αυτή και συμμετείχαν στην προετοιμασία του αγώνα. Eίναι ενδεικτικό το παράδειγμα του εμπορικού γραφείου στη Mασσαλία της οικογένειας των Θησέων από τον Στρόβολο, το οποίο αποτέλεσε κέντρο συλλογής εφοδίων και στράτευσης εθελοντών για την επαναστατημένη Eλλάδα .
Την ίδια περίοδο η Φιλική Eταιρεία δραστηριοποιήθηκε στην Kύπρο, όπου μυήθηκαν ο Aρχιεπίσκοπος Kυπριανός και άλλοι επιφανείς κληρικοί και προύχοντες. Oι πολλαπλές δυσχέρειες, όμως, που πήγαζαν από τη μεγάλη απόστασή της από τις περιοχές της επικείμενης εξέγερσης, και ειδικά η εγγύτητά της προς την Aίγυπτο και τη Συρία, όπου υπήρχαν συμπαγείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί και μεγάλη συγκέντρωση τουρκικών στρατευμάτων, η άμεση μεταφορά των οποίων στο νησί θα οδηγούσε σε ανώφελη αιματοχυσία, συνέτειναν ώστε να μη συμπεριληφθεί στον κεντρικό επαναστατικό σχεδιασμό. Για τον λόγο αυτό καθορίστηκε στο άρθρο 15 του σχεδίου δράσης των Φιλικών, που διαμορφώθηκε στο Iσμαήλιο της Bεσσαραβίας, τον Oκτώβριο του 1820, ότι η Kύπρος θα συμμετείχε στον αγώνα με οικονομική συνδρομή και αποστολή εφοδίων, σύμφωνα και με τη διαβεβαίωση του Aρχιεπισκόπου Kυπριανού. Eπισκέφθηκε τότε το νησί ο Φιλικός Δημήτριος Ίπατρος από το Mέτσοβο, ο οποίος συνάντησε για τον σκοπό αυτό τον Κύπριο Αρχιεπίσκοπο. Διασώθηκε επίσης επιστολή, ημερομηνίας 8 Oκτωβρίου 1820, του Aλέξανδρου Yψηλάντη, που εστάλη στον Aρχιεπίσκοπο Κυπριανό μέσω του Φιλικού Aντώνιου Πελοπίδα, με την οποία τον καλούσε να στείλει τη συνδρομή του, «διότι η έναρξις του Σχολείου εγγίζει», όπως σημείωνε, κατά τον μυστικό τρόπο επικοινωνίας των Φιλικών .
H συμβολή της Kύπρου στον αγώνα του 1821 δεν περιορίζεται, όμως, στην οικονομική συνεισφορά, στην αποστολή εφοδίων και στην τροφοδοσία ελληνικών καραβιών, όπως είχαν υποσχεθεί οι Αρχιερείς του νησιού στους εκπροσώπους της Φιλικής Εταιρείας. Eπεκτείνεται και σε πολλούς άλλους τομείς, όπως στην ενεργό ανάμειξη Kυπρίων στην πολιτική διοίκηση της Eπανάστασης και, κυρίως, στη συμμετοχή μεγάλου αριθμού εθελοντών σε όλες σχεδόν τις αναμετρήσεις, που έκριναν την εξέλιξη του αγώνα . Στα Γενικά Aρχεία του Kράτους, στην Eθνική Bιβλιοθήκη, στο Aρχείο του Yπουργείου Eξωτερικών της Eλλάδας και σε ιδιωτικά αρχεία σώζεται μεγάλος αριθμός πιστοποιητικών Kυπρίων αγωνιστών, που αναφέρονται στη δράση και την προσφορά τους. Παρόμοιες αναφορές για συμμετοχή Kυπρίων στον αγώνα γίνονται επίσης στα απομνημονεύματα οπλαρχηγών, σε διάφορα προξενικά έγγραφα, στον τύπο της εποχής και σε άλλες πηγές, η επεξεργασία των οποίων μας επιτρέπει να υπολογίσουμε τον αριθμό όσων έλαβαν μέρος στον μεγάλο ξεσηκωμό σε χίλιους περίπου, που είναι εξαιρετικά μεγάλος, αν αναλογιστούμε ότι ο ελληνικός πληθυσμός του νησιού ανερχόταν τότε στις ογδόντα έως εκατόν χιλιάδες κατοίκους .
Mε την έναρξη της Eπανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αρκετοί Kύπριοι Φιλικοί αγωνίστηκαν μαζί με τον Αλέξανδρο Yψηλάντη για την επιτυχία της, με πιο γνωστό τον Iερολοχίτη Aγγελή Μιχαήλ τον Kύπριο . Πριν από μερικά χρόνια η ιστορική έρευνα κατέγραψε τα ονόματα άλλων τεσσάρων Kυπρίων συντρόφων του Yψηλάντη, οι οποίοι, ύστερα από την αποτυχία του κινήματος, διέφυγαν στη Pωσία, όπου τέθηκαν υπό περιορισμό: των Zαχαρία Λεοντή, Φίλιππου Γεωργίου, Γιάννη Tσολάκη και Σάββα Nτιορτή . Στα απομνημονεύματά του ένας άλλος Kύπριος εθελοντής, ο Iωάννης Σταυριανός από τη Λόφου, παραθέτει μια μοναδική μαρτυρία για τον τρόπο στρατολόγησής του από «Δερβίση ιεραπόστολο της Eταιρείας», όπως τον αποκαλεί, στην Aλεξανδρέττα, και ακολούθως περιγράφει την κάθοδό του στην επαναστατημένη Eλλάδα από την Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου, επικεφαλής μικρής ομάδας Kυπρίων και Kρητών αγωνιστών, την οποία χρηματοδότησε ο ίδιος . Yπήρξαν επίσης περιπτώσεις Kυπρίων, οι οποίοι συμμετείχαν στον αγώνα σε μεγαλύτερες ομάδες συμπατριωτών τους. Eίναι ενδεικτικό το παράδειγμα της Iωνίου Φάλαγγας, που συστάθηκε το 1826 στο Nαύπλιο υπό την αρχηγία του Γιαννακού Kαρόγλου, όπου στον γνωστό κατάλογο με τους 359 άνδρες της περιλαμβάνονται και τα ονόματα 19 νέων από την Kύπρο . Στο δε Iστορικό και Eθνολογικό Mουσείο στην Aθήνα σώζεται πολεμική σημαία με την επιγραφή «ΣHMEA EΛHNHKI ΠATPHΣ KYΠPOY», που πιθανόν ανήκε σε ξεχωριστή ομάδα Kυπρίων αγωνιστών, οι οποίοι έλαβαν μέρος στις πολεμικές αναμετρήσεις . Δυστυχώς, μέχρι σήμερα, δεν έχει αναληφθεί μια ενδελεχής επιστημονική προσπάθεια για τον εντοπισμό και την καταγραφή του συνόλου των ονομάτων των Kυπρίων αγωνιστών του 1821. Eίναι, όμως, παρήγορο ότι πρόσφατα δημοσιεύτηκαν από τον κλάδο «Aριστεία» του Oθωνικού Aρχείου τα ονόματα τριάντα ενός Kυπρίων, οι οποίοι έλαβαν το «αργυρούν αριστείον» για τη δράση τους στον αγώνα . Eλπίζουμε δε, ότι θα υπάρξει και συνέχεια.
Διαβάστε όλο το κείμενο εδω…
Καθεδρικός Ναός Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου: Παρακολουθήστε Ζωντανά την Δ’ Στάση των Χαιρετισμών (Παρασκευή 27/03/2020)
Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας
Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας*
του Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
«Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου» (Ψαλμ.136,5)
«Σὲ τούτη τὴν πολύπαθη ἐνάλια γῆ ὅπου σταθῶ κι ὅπου βρεθῶ, ὅπου κι ἂν περπατήσω, παντοῦ θὲ ν᾽ ἀντικρύσω πέτρες, τοίχους, ἐρείπια, κάστρα, ναούς, μονές, σπηλιές, ἐπιγραφές, ὄχι βουβούς, μὰ μάρτυρες τρανοὺς ἑνὸς λαμπροῦ κι ἐνδόξου παρελθόντος, κληρονομιὰ βαρύτιμη σ᾽ ὤμους σημερινούς, ἀσθενικούς, ποὺ ὅμως πρέπει καὶ μπορεῖ νὰ ρυθμίζει τὸ παρὸν καὶ νὰ σφυρηλατεῖ τὸ μέλλον τοῦ τόπου τούτου, τοῦ πολύκλαυστου καὶ ἱεροῦ.»
Τὸ Σάββατο, 24 Αὐγούστου 2013, ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν γράφοντα καὶ δύο ἀγαπητοὺς ἀρχαιολόγους-βυζαντινολόγους, τοὺς κ. Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου καὶ κ. Ἀνδρέα Φούλια, ἔκανε προσκυνηματικὴ περιοδεία σὲ ἰδιαιτέρως σημαίνοντα ἀρχαῖα προσκυνήματα καὶ ἱεροὺς χώρους, ποὺ ἀνήκουν στὴν ὑπὸ παράνομη τουρκικὴ κατοχὴ Μητροπολιτικὴ Περιφέρεια Κυρηνείας. Καὶ ἡ ἔντονη αἴσθηση τῆς ἀλήθειας τῶν πιὸ πάνω στίχων μᾶς συνόδευε καθόλο τὸ ταξίδι.
Πρῶτο σταθμὸ στὴν πορεία τῆς μικρῆς συνοδείας ἀποτέλεσε τὸ μεγαλειῶδες κάστρο τῆς Κερύνειας, ριζωμένο, αἰῶνες τώρα, στὴν ἀκροθαλασσιὰ τῆς ἀρχαίας τούτης πόλης, δίπλα ἀπὸ τὸ γραφικώτατο λιμανάκι της. Χτισμένο ἀρχικὰ ἀπὸ τοὺς βυζαντινούς, τὸ κάστρο ἀνακαινίζεται ἀπὸ τοὺς Φράγκους καὶ Ἑνετούς, ἐνόψει τῆς ἀναμενομένης τότε εἰσβολῆς τῶν Τούρκων. Ὁ ἐντεταγμένος στὸ ἐπιβλητικὸ τοῦτο κάστρο ὡραιότατος καὶ μοναδικὸς στὴν Κύπρο τετρακιόνιος τρουλλαῖος ναὸς (ποὺ ὁ τροῦλλος του δηλ. στηρίζεται σὲ τέσσερεις κίονες), εἶναι ἀφιερωμένος στὸν μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, ἕνα ἀπὸ τοὺς κατεξοχὴν προστάτες τῶν βυζαντινῶν στρατιωτικῶν ταγμάτων, καὶ ἀνάγεται στὰ τέλη τοῦ 11ου αἰώνα. Ὁ ναός, παρὰ τὴν ἐγκατάλειψή του ἀπὸ τὸ 1974, σώζεται σὲ καλὴ κτιριακὴ κατάσταση, ἀλλὰ ἐσωτερικὰ εἶναι ἀπογυμνωμένος: Οὔτε τέμπλο, οὔτε εἰκόνες, οὔτε ἁγία Τράπεζα ὑπάρχουν, καὶ τὸ δάπεδο τοῦ Ἱεροῦ εἶναι ἄθλια κατασκαμμένο… Διατηρεῖται εὐτυχῶς σὲ κάποια σημεῖα τὸ βυζαντινὸ ἐπιδαπέδιο μαρμαροθέτημα (opus sectile), ποὺ παραπέμπει σὲ Κωνσταντινουπολίτικη ἐπιρροή. Ἀξιοσημείωτα καὶ τὰ πανέμορφα κιονόκρανα στὴν ἐπίστεψη τῶν κιόνων, γιὰ τοὺς ὁποίους ἐκφράστηκε ἡ ὑπόθεση, ὅτι προέρχονται ἀπὸ ἐρείπια παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς τῆς περιοχῆς. Μετὰ τὴν ἐπίσκεψη στὸν ναό, περιηγηθήκαμε σὲ διάφορα τμήματα τοῦ κάστρου, χῶροι τοῦ ὁποίου ἔχουν μετατραπεῖ σὲ μουσεῖα, ἐκθετήρια, καφενεῖο κ.λπ. Αὐτό, ποὺ διαπιστώνει ἀμέσως ὁ ἐπισκέπτης, εἶναι ὅτι ἔχουν ἐκεῖ μεταφερθεῖ (μετὰ τὸ 1974) πλεῖστες ὅσες λιθανάγλυφες ἀρχαιότητες (κίονες, πεσσοί, σαρκοφάγοι, ἐπιτύμβιες πλάκες, ἀγάλματα, χειρόμυλοι, κ.ἄ.), ἰδιαίτερα στὸν μεσαύλιο χῶρο. Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι ἕνα μαρμάρινο ἀποσπασματικὸ παλαιοχριστιανικὸ θωράκιο, προερχόμενο πιθανώτατα ἀπὸ βασιλικὴ τῆς περιοχῆς. Κάπου ἐκεῖ ἀκουμπημένες εἶναι καὶ καμπάνες ναῶν τῆς περιφέρειας Κυρηνείας, σαράντα τώρα χρόνια σιωπηλές… Νὰ τονίσουμε ἀκόμη, πὼς ἐδῶ ἐκτίθενται, ἤδη προπολεμικά, καὶ τὰ εὑρήματα τοῦ περίφημου ναυαγίου τῆς Κερύνειας (ἡ καρίνα τοῦ πλοίου, ὀξυπύθμενοι ροδιακοὶ ἀμφορεῖς, κ.ἄ.), μαζὶ μὲ φωτογραφίες ἀπὸ τὴν εὕρεση καὶ συντήρησή του. Ἀνεβήκαμε καὶ γιὰ λίγο στὰ τείχη, πρὶν ἀναχωρήσουμε, γιὰ νὰ θαυμάσουμε τὴν πράγματι ἐξαίσια ὁλόγυρα θέα. Στὰ βόρεια, ἁπλώνεται τὸ βαθυγάλανο πέλαγος, πανάρχαιος ἀγωγὸς καλῶν κἀγαθῶν, μὰ καὶ θανατηφόρων δεινῶν, ποὺ σέρνει τὴ ματιὰ καὶ τὴν καρδιὰ ὥς τὶς νότιες ἀκτὲς τῆς Μικρασίας… Στὰ δυτικά, τὸ λιμάνι καὶ τὰ παραθαλάσσια ξενοδοχεῖα. Στὰ νότια, ἡ πόλη, ἀσφυκτικὰ οἰκισμένη, ποὺ ὅλο καὶ ἐπεκτείνεται, καὶ πιὸ πίσω, σὰν ἕνα κυκλώπειο τεῖχος θεογενές, ὁ ὀρεινὸς ὄγκος τοῦ Πενταδακτύλου, ποὺ καταλήγει πέρα ὥς πέρα στὰ ἀνατολικά, καὶ σμίγει μὲ τὴν πρασινογάλανη ἀκρογιαλιά.
Μά, ἐπιτέλους, κατεβήκαμε, γιατὶ ἔπρεπε νὰ προχωρήσουμε. Καὶ οἱ ἐκπλήξεις διαδέχονταν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη: Μόλις ἔφθασε ἐκεῖ μικρὸ λεωφορεῖο, γιὰ νὰ ἀφήσει νεαροὺς Τούρκους ἐξοδούχους στρατιῶτες. Κι ὁ συνοδεύων ἀξιωματικός, μόλις εἶδε ρασοφόρους, φανερὰ συγκινημένος, μᾶς χαιρέτησε ἐγκάρδια κι ἐκεῖ, μέσα στὸ πλῆθος, ἔσκυψε καὶ πῆρε εὐχή, φιλῶντας τὸ χέρι μας… Αὐθόρμητα, ἔτρεξε ὁ νοῦς στὸ εὐαγγελικὸ ρητό, « καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν » (Ἰωάν. 10, 16). Ἀμήν! Γένοιτο, Κύριε!
Ὁ ἑπόμενος βαρυσήμαντος σταθμὸς μᾶς πῆγε πολὺ πιὸ πίσω, σὲ χρόνους καθαρὰ παλαιοχριστιανικούς. Πρόκειται γιὰ μία ἑνότητα δύο σπουδαιοτάτων χριστιανικῶν μνημείων, λαξευτῶν στὸ βράχο, κι ἑνὸς ναοῦ: Ἑνὸς περικλείστου χώρου, μὲ τὸν μερικῶς λαξευτὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μαύρας, ὅπου παλαιοχριστιανικὸς τάφος (ἀρκοσόλιο), ποὺ λειτούργησε προφανῶς ὡς πρώιμο ἀσκητήριο-μονύδριο, καὶ ἑνὸς κοιμητηρίου μὲ ἀρκοσόλια (τοξωτοὺς τάφους), ὅπου ἀρχαῖος μονόχωρος ναὸς τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης ἢ Παναγίας Χρυσοκάβας, θεμελιωμένος πιθανώτατα πάνω σὲ παλαιοχριστιανικὴ βασιλική. Προτίμησα στὴ συνάφεια τούτη νὰ παραθέσω σχετικὸ ἀπόσπασμα προσφάτου δημοσιεύματος στὴν (Ἐφημερίδα Φιλελεύθερος (Φύλλο 28ης Ἰουλίου 2013), τοῦ ἐκ τῆς ἱεραποδημικῆς συνοδείας καὶ εἰδήμονος στὸ θέμα, ἀγαπητοῦ Ἀνδρέα Φούλια, μὲ τίτλο: «Η Χρυσοκάβα στην Κερύνεια. Επίσκεψη στο χώρο μετά την εξαίρεσή του από στρατιωτική ζώνη του τουρκικού στρατού κατοχής.»
«Αφορμή για το κείμενο αυτό έδωσε επίσκεψή μας πριν τρία χρόνια, αλλά και πρόσφατα, στην περιοχή της Χρυσοκάβας στην Κερύνεια, η οποία περιλαμβάνει τρία εξαιρετικής σημασίας βυζαντινά μνημεία: Το παλαιοχριστιανικό κοιμητήριο (4ος-7ος αι.), τον καμαροσκέπαστο ναό της Αγίας Αικατερίνης και τον εν μέρει λαξευτό ναΐσκο της Αγίας Μαύρας με τις σημαντικότατες βυζαντινές τοιχογραφίες του 10ου αι. Από τα μνημεία αυτά, μόνο το τελευταίο είναι κηρυγμένο ως Αρχαίο Μνημείο πίνακα Α΄ από το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πιθανότατα γύρω στο 2009, μέρος της περιοχής εξαιρέθηκε της στρατιωτικής ζώνης, όπου είχε υπαχθεί από το τραγικό καλοκαίρι του 1974, με αποτέλεσμα το ναΰδριο της Αγίας Μαύρας να καταστεί προσβάσιμο. Φαίνεται ότι πρόσφατα το κατοχικό καθεστώς έχει εξαιρέσει και την περιοχή που περιλαμβάνει το κοιμητήριο και το ναό της Αγίας Αικατερίνης, με απώτερο σκοπό, εξ όσων πληροφορούμαστε, την τουριστική προβολή και εκμετάλλευσή του.
Η παραθαλάσσια περιοχή της Χρυσοκάβας βρίσκεται περίπου 1 χλμ. ανατολικά του κάστρου της Κερύνειας, δίπλα από το νέο λιμάνι της πόλης. Το τοπίο της περιοχής χαρακτηρίζεται από την εκτεταμένη παρουσία όγκων πωρόλιθου, γι’ αυτό από τα αρχαία χρόνια ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ως λατομείο, με αποτέλεσμα να υποστεί πολλές αλλοιώσεις. Παρά το γεγονός ότι στην περιοχή δεν έγιναν πριν το 1974 οποιεσδήποτε αρχαιολογικές ανασκαφές, από τις σύντομες όμως μελέτες, επισκοπήσεις και φωτογραφικό υλικό των George Jeffery και Γεώργιου Σωτηρίου, προκύπτει ότι ο χώρος έχει σημαντικό αρχαιολογικό ενδιαφέρον.
Το παλαιοχριστιανικό κοιμητήριο
Πιθανότατα μετά την εγκατάλειψη του λατομείου, μέρος του χώρου χρησιμοποιήθηκε ως χριστιανικό κοιμητήριο, όπως μαρτυρούν τα χριστιανικά σύμβολα στους λαξευτούς τάφους. Δυστυχώς το κοιμητήριο αυτό καταστράφηκε στο μεγαλύτερό του μέρος από λατόμηση κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Διασώζονται μόνο ορισμένοι νεκρικοί θάλαμοι και αρκοσόλια (τοξωτοί τάφοι) με εγχάρακτο φυτικό διάκοσμο γύρω από το τόξο, σταυροί και μονογράμματα, o χαρακτήρας των οποίων όμως δεν βοηθά στη χρονολόγησή τους. Είναι από τα λίγα παλαιοχριστιανικά κοιμητήρια, που εντοπίστηκαν στην Κύπρο.
Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης
Δίπλα από το κοιμητήριο υπάρχει ναός αφιερωμένος στην Αγία Αικατερίνη, ο οποίος όμως στους Κερυνιώτες ήταν γνωστότερος ως Παναγία Χρυσοκάβα. Η Αθηνά Ταρσούλη και η Μαρία Παρασκευοπούλου αναφέρονται στη συνήθεια γυναικών, ελληνίδων και τουρκάλων, να απλώνουν τα πλυμένα σεντόνια του γάμου έξω από την εκκλησία πριν το γάμο για να στεγνώσουν, ενώ εκεί κοντά υπάρχει και μια αγριοσυκιά, δίπλα σε θαυματουργό αγίασμα, όπου οι πιστοί κρεμούσαν διάφορα τάματα.
Ο βυζαντινός μονόχωρος ναός της Αγίας Αικατερίνης φαίνεται να υπέστη δραστικές επεμβάσεις, ειδικά στο δυτικό του τμήμα, που πιθανότατα αποτελεί προσθήκη της Φραγκοκρατίας, ενώ δεν αποκλείονται και μεταγενέστερες επιδιορθώσεις. Ο ναός έχει δυο εισόδους, μια στη δυτική και άλλη στη νότια πλευρά. Στο υπέρθυρο της νότιας εισόδου υπάρχει πρόχειρα χαραγμένος σταυρός, πιθανότατα της περιόδου της Φραγκοκρατίας. Ούτε αυτός ο ναός ξέφυγε από τη λεηλασία δυστυχώς: ανατολικότερα της νότιας εισόδου, στον εξωτερικό τοίχο, σωζόταν μέχρι το 1974 κτιστό τόξο τάφου, φράγκικη προσθήκη του 14ου ή 15ου αιώνα. Το τόξο αυτό δυστυχώς σήμερα έχει εξαφανιστεί, ενώ παραμένει ως μάρτυρας μόνο το αποτύπωμά του …
Το λαξευτό ναΰδριο της Αγίας Μαύρας
Το ναΰδριο της Αγίας Μαύρας βρίσκεται σε ένα περίκλειστο ουσιαστικά χώρο, που ενώνεται με άλλο χώρο λατόμησης μέσω στενής σήραγγας. Στο ναΰδριο αυτό περικλείεται κιβωτιόσχημη εγκοπή στο ανατολικό του τμήμα, διαστάσεων 2.10μ. Χ 0.85μ., στην οποία θα μπορούσε να τοποθετηθεί ξύλινη ή λίθινη σαρκοφάγος. Η εγκοπή αυτή βρίσκεται πολύ ψηλά από το αρχικό δάπεδο, 2.40μ. περίπου, θυμίζοντας τους μεταγενέστερους τάφους του Αγίου Νεοφύτου στην Εγκλείστρα, τον λαξευτό τάφο στο «Παλαιό Έγκλειστρο» κοντά στα Κούκλια της Πάφου, όπως και το υπερυψωμένο αρκοσόλιο στο κοιμητήριο της αρχαίας Λάμπουσας.
Τα τοιχώματα του λατομείου στην Κερύνεια είναι κατακόρυφα και προσφέρουν απομόνωση και ασφάλεια, γι’ αυτό και έχει εκφρασθεί η γνώμη από τον Αθανάσιο Παπαγεωργίου, ότι εδώ υπήρχε ασκητήριο, που αργότερα μετατράπηκε σε μικρό μοναστήρι, ένα από τα αρχαιότερα λαξευτά μοναστήρια της Κύπρου. Άλλωστε δεν υπάρχει άλλος τάφος στο λατομείο αυτό. Ο περίκλειστος χώρος, όπου ο ναΐσκος της Αγίας Μαύρας, απέχει από την παραλία και το χριστιανικό λαξευτό κοιμητήριο με την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης γύρω στα 200μ.
Από την επιτόπια εξέταση των σημαντικών βυζαντινών τοιχογραφιών του 10ου αι., διαπιστώσαμε δυστυχώς και εδώ προσπάθεια βίαιης αποτοίχισής τους, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή ενός από τους αγγέλους της Ανάληψης, του προσώπου του Χριστού από την ίδια σκηνή, όπως και των προσώπων του τελευταίου και προτελευταίου αποστόλου, όπως σώζονταν μέχρι και τον Ιούλιο του 1974. Έχει επίσης καταστραφεί σχεδόν ολόκληρο το πρόσωπο του Αγγέλου, που ομιλούσε στην κουστωδία των αποστόλων. Η συντήρηση και στερέωση των διασωθεισών τοιχογραφιών είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία.»
Ὁ ὅλος αὐτὸς σπουδαιότατος ἁγιασμένος χῶρος, λόγῳ τοῦ μακρόχρονου ἐγκλωβισμοῦ του σὲ στρατιωτικὴ ζώνη, εὑρίσκεται σήμερα σὲ θλιβερὴ καὶ ἄθλια κατάσταση: Παντοῦ ἄγρια βλάστηση, σκουπίδια ὅλων τῶν εἰδῶν, μπάζα… Χρειάζονται ἀσφαλῶς συντονισμένες προσπάθειες γιὰ ἀποκατάστασή του, ὅσο εἶναι δυνατόν, «ἵνα μὴ χεῖρόν τι γένηται».
Στὴ συνέχεια κατευθυνθήκαμε σ᾽ ἕνα ἄλλο ἐπίσης σημαντικώτατο πρώιμο χριστιανικὸ προσκύνημα, τοὺς Ἁγίους Φαίνοντες ἢ Φανέντες, ποὺ βρίσκεται περὶ τὸ ἕνα χιλιόμετρο βορείως του χωριοῦ Ἅγιος Ἐπίκτητος καὶ παραθαλασσίως, πάνω στὴ βραχώδη ἐκεῖ ἀκτή, καὶ ποὺ ἔχει μετατραπεῖ ἀπὸ τοὺς μωαμεθανοὺς κατακτητὲς τῆς νήσου (1571) σὲ μουσουλμανικὸ τέμενος.
Οἱ ἐλάχιστα σήμερα γνωστοὶ τοῦτοι ἅγιοι, γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῶν ὁποίων δημιουργήθηκε σὺν τῷ χρόνῳ ἀρκετὴ σύγχυση, ἦσαν ἑπτὰ στὸν ἀριθμό, ἀλλὰ δὲν μᾶς εἶναι σήμερα γνωστὰ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριό τους. Προφανῶς ὅμως μαρτύρησαν, εἴτε κατὰ τοὺς διωγμοὺς τῶν πρώτων αἰώνων, εἴτε κατὰ τὶς πρῶτες ἀραβικὲς κατὰ τῆς Κύπρου ἐπιδρομές, τὰ δὲ ἱερά τους λείψανα μεταφέρθηκαν καὶ τέθηκαν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς σὲ ἀπόκρημνο παραθαλάσσιο σπήλαιο, ὅπου σήμερα τὸ ὡς ἄνω τέμενος. Στὸν χῶρο ἐκεῖνο ἀκούγονταν οὐράνιες ψαλμωδίες καὶ ἐνεργοῦνταν πλήθη θαυμάτων στοὺς προστρέχοντες μὲ πίστη στὴ χάρη τῶν ἁγίων Φαινόντων. Τὴν ἀρχαιότερη καὶ βασικὴ πηγὴ γιὰ τοὺς ἁγίους τούτους ἀποτελεῖ ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Κωνσταντίνου τοῦ ἐξ Ἰουδαίων (ἡ μνήμη του στὶς 26 Δεκεμβρίου), ποὺ ἔζησε τὸν ἔνατο αἰῶνα καὶ ἐπισκέφθηκε, κατόπιν θείας ὀπτασίας καὶ θαυμαστῆς πρόσκλησης τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος Τριμιθοῦντος, τὴν Κύπρο, προερχόμενος ἀπὸ τὴ μονὴ Φλουβουτῆς, κοντὰ στὴ Νίκαια τῆς Μικρασίας. Παραθέτουμε σὲ μετάφραση τὰ σχετικὰ ἀπόσπασμα, ἀπὸ τὴν κριτικὴ ἔκδοση τοῦ Βίου (BHG 370) ἀπὸ τοὺς Βολλανδιστὲς (Acta Sanctorum, Novembris, t.IV [1925], σελ. 635,636, 637): «Κάποτε, κατὰ τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν (ὁ ὅσιος Κωνσταντῖνος), ἔχοντας στὰ δεξιά του σεβάσμια εἰκόνα τοῦ μεγάλου ἐκείνου Σπυρίδωνος…, αὐτὸς λοιπόν, μέσῳ τῆς εἰκόνας του, φάνηκε σὰν νὰ ὁμιλοῦσε στὸν μακάριο (Κωνσταντῖνο) κατὰ τὴν προσευχή του (καὶ τοῦ εἶπε): ῾῾ Ἔχεις λάδι ἀπὸ τὴν ἔρημο. Ἄναψε λοιπὸν τὸ κανδήλι μου ἐδῶ, καί, ἀναχωρῶντας ἀπὸ τὴ μονή σου, πήγαινε στὴν Κύπρο κι ἐγώ, ἀφοῦ σὲ ὑποδεχθῶ ἐκεῖ, θὰ σοῦ παράσχω κάθε βοήθεια.᾽᾽[Ἀφοῦ ὁ ἅγιος ἀναχώρησε ἀπ᾽τὴ μονή του, ξανάκουσε τὴ φωνὴ τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, νὰ τοῦ λέγει:] ῾῾ Ἔξελθε, μὴ φοβοῦ, μετὰ σοῦ ἡ χάρις μου ᾽᾽. [ Μετὰ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας, μεταβαίνει ὁ Κωνσταντῖνος] «στὴν πόλη Ἀττάλεια, ἀπὸ τὴν ὁποία συνηθίζουν νὰ ἀναχωροῦν οἱ περισσότεροι, ποὺ μεταβαίνουν στὴν Κύπρο… Μόλις λοιπὸν ἀποβιβάστηκε στὸ νησί, συναντάει κάποιους ντόπιους ἄνδρες, καί, ὅπως συνήθιζε ὁ μακάριος νὰ ζητᾶ νὰ πληροφορεῖται γιὰ πνευματικὰ πράγματα μᾶλλον, παρὰ γιὰ βιοτικά, μαθαίνει ἀπ᾽αὐτοὺς κάτι ἀπ᾽ ἐκεῖνα, ποὺ ἐπιθυμοῦσε. Τοῦτο δὲ ἦταν, ὅτι σὲ κάποιο τόπο τοῦ νησιοῦ, δυσπρόσιτο καὶ ἀπόκρημνο, κατάκεινται ἱερὰ λείψανα ἁγίων, οἱ ὁποῖοι καλοῦνταν Φαίνοντες, καὶ ἐκεῖ ἀκούγεται οὐράνια ἱερὰ ψαλμωδία. Εἶναι δὲ τόσος μεγάλος ὁ σεβασμὸς τῶν περιοίκων πρὸς τοὺς ἁγίους, ὥστε, νὰ καταφρονοῦν μὲν τὸν ἐπικίνδυνο ἐκεῖνο κρημνὸ καὶ νὰ τελοῦν πανήγυρη πρὸς τιμή τους κάπου ἐκεῖ πλησίον, μόνος δὲ ὁ ἐπίσκοπος τῶν ψυχῶν ἐκείνων (τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης, ἀσφαλῶς δηλαδὴ ὁ ἐπίσκοπος Κυρηνείας), νὰ τολμᾶ νὰ πλησιάζει στὴ σωρὸ ἐκείνη (στὸ ταφικὸ δηλ. σπήλαιο τῶν ἁγίων) καὶ νὰ κατεβάζει ἀπὸ ἐπάνω μπροστὰ στὸ σπήλαιο τὸ θυμιατήριο, γιὰ νὰ μεταδίδει σ᾽ αὐτὰ τὴν εὐωδία τῶν ἀρωμάτων (τοῦ θυμιάματος). Μόλις τὰ ἄκουσε τοῦτα ὁ μακάριος, χωρὶς καθόλου νὰ ἀναβάλει, μεταβαίνει πρὸς τὴν ἱερὴ ἐκείνη σορὸ (τῶν ἁγίων), μὴ ὑπολογίζοντας διόλου τὸν κίνδυνο… Ἀφοῦ λοιπὸν μπῆκε σ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἀπόκρημνο σπήλαιο, ἐνῶ ἔδυε ἤδη ὁ ἥλιος, διανυκτέρευσε μέχρι τὸ πρωὶ μαζὶ μὲ τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα λείψανα, τιμῶντας τα μὲ ὑμνωδία καὶ ἀμώμητη προσευχή, στολίζοντας ἔτσι κατὰ κάποιο τρόπο τὴ χάρη τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου χώρου.
Τοῦ ἦλθε δὲ ἐπιθυμία, νὰ μὴν ἀναχωρήσει ἀπ᾽ ἐκεῖ κενὸς τῆς συνοδίας τῶν ἁγίων. Ἐνῶ δὲ διαλογιζόταν τοῦτο, βλέπει ἕνα ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἐκεῖνα λείψανα νὰ χωρίζεται ἀπὸ τὸν σύνδεσμο τῶν ἄλλων μὲ δική του κίνηση, σὰν νὰ ἔδειχνε φανερὰ στὸν μακάριο ὅτι ἤθελε νὰ γίνει δικό του ἀπόκτημα, ἐφόδιο σωτηρίας. Αὐτὸς δέ, ἐννοῶντας ὅτι ἦταν ἐκ Θεοῦ τὸ γεγονός, προσευχήθηκε μὲν στὸν Θεὸ γιὰ τὴ χάρη τούτη, εὐχαρίστησε δὲ καὶ τοὺς ἁγίους γιὰ τὴ φιλοξενία. Καί, μὲ πόθο καὶ δάκρυα, ἐκτείνοντας μὲ κάθε εὐλάβεια τὸ χέρι του, λαμβάνει τὸ ἀποκομμένο ἐκεῖνο τμῆμα λειψάνου, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀντίχειρας (δάκτυλο δηλ. ἑνὸς χεριοῦ τῶν λειψάνων ἐκείνων), καὶ τὸ κρύβει προσεκτικὰ ἐπάνω του, θησαυρίζοντας ἔτσι γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀνεξάλειπτο πλοῦτο πίστεως. [Κατόπιν, ἐπειδὴ ὁ ὅσιος συνδέθηκε μὲ κάποιο μοναχό, ποὺ προσπάθησε καταρχὴν νὰ τοῦ κλέψει τὸ τίμιο λείψανο, ὕστερα δέ, ἀποτυγχάνοντας, τὸν ἔπεισε νὰ τὸ ἀποθέσει σὲ ἕνα μοναστήρι στὴν Κύπρο, τοῦ ἐμφανίζονται οἱ ἅγιοι Φαίνοντες, ἐμποδίζοντάς τον ἀπὸ τὴν πράξη αὐτή]. Καὶ ἔτσι, ὅταν τελείωσε ἡ οὐράνια ἐκείνη ὀπτασία, ἡ ὁποία συμπλήρωνε τὸ στεφάνι τῶν ἑπτὰ ἱερῶν ἐκείνων μαρτύρων, ὅπως φάνηκε στὸ ὄνειρο τοῦ μακάριου [Κωνσταντίνου], παρέμεινε εὐχαριστῶντας… τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς μάρτυρές του, γιὰ τὴν ἐπιθυμία τους νὰ παραμένουν μαζί του.»
Ἐκτὸς τῆς ἀρχαίας αὐτῆς σπουδαίας μαρτυρίας γιὰ τοὺς ἁγίους μας, ἀναφέρονται σ᾽ αὐτοὺς καὶ οἱ μεσαιωνικοὶ χρονογράφοι Λεόντιος Μαχαιρᾶς καὶ Φλώριος Βουστρώνιος, ἂν καὶ τοὺς ἐντάσσουν, λόγῳ ἀγνοίας, στοὺς ἐκ Συροπαλαιστίνης ἐλθόντες στὴν Κύπρο καὶ ὡς 300 θεωρουμένους ὁσίους, οἱ ὁποῖοι τελειώθηκαν ἀσκητικὰ στὸ νησί μας. Γράφει συγκεκριμένα ὁ Μαχαιρᾶς στὸ Χρονικό του (ἔκδ. R.M. Dawkins, Oxford 1932, Vol.I, σελ. 36, § 36): « Ὁμοίως εἰς τὴν γῆν τοῦ Κάζα Πιφάνη (στὴν περιοχὴ τοῦ χωριοῦ Καζάφανι, ποὺ δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐπίκτητο) πρὸς τὸν βορέαν εὑρίσκεται μία περνιέρα γεμάτη λείψανα, ὅγοιον (ποὺ) λέγονται Ἅγιοι Φανέντες καὶ τὰ λείψανα ἐστεγνῶσαν καὶ ἦλθαν καὶ ἐκολλῆσαν ὥσπερ πέτρα, καὶ ἂν ἐβγῇ κανέναν βαρὺ ὡς γοιὸν πέτρα, καὶ εἶναι ἀποὺ τοὺς τ´ (τριακοσίους), ὅπου φύγαν ἀπὲ τὴν Συρίαν.» Ἀνάλογη εἶναι καὶ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Φλ. Βουστρώνιου.
Ὁ ναὸς-μαρτύριο τῶν Ἁγίων Φαινόντων καταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους μὲ τὴν κατάληψη τοῦ νησιοῦ ἀπ᾽αὐτοὺς (1571) καὶ μετατράπηκε σὲ τέμενος. Ἔκτοτε οἱ ἅγιοι τιμῶνταν, γιὰ τὰ πολλά τους θαύματα, καὶ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, πού, σὺν τῷ χρόνῳ, τοὺς θεώρησαν ὡς ἑπτὰ «μουσουλμάνους ἁγίους»! Τὸ ἐν λόγῳ τέμενος εἶχε ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους κατὰ τὰ νεώτερα χρόνια, ἐνῶ οἱ Χριστιανοὶ ἐπισκέπτονταν ἀνέκαθεν τὸ ὑποκείμενο σπήλαιο τῶν ἁγίων, ἀνάβοντας κεριά, τῶν ὁποίων τὰ ἴχνη εἶναι ἐμφανὴ μέχρι σήμερα (οἱ μωαμεθανοὶ δὲν ἀνάβουν κεριὰ στοὺς χώρους λατρείας τους). Εἶναι μετὰ τὸ 1974, ποὺ ἀνακαινίσθηκε τὸ τέμενος, ποὺ ἔλαβε τὴν ὀνομασία Hazaret Omer, καὶ ποὺ φαίνεται ἀνήκει σὲ μωαμεθανικὸ τάγμα τῶν
Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας Ὁδοιπορικὸ σὲ χώρους ἀρχαίους καὶ ἁγιασμένους τῆς σκλαβωμένης παλαίφατης Μητροπόλεως Κυρηνείας ( window.MSReady = window.MSReady || [] ).push( function( $ ) { "use strict"; var masterslider_8c10 = new MasterSlider(); // slider controls masterslider_8c10.control('arrows' ,{ autohide:true, overVideo:true }); masterslider_8c10.control('thumblist' ,{ autohide:false, overVideo:true, dir:'h', speed:17, inset:false, arrows:false, hover:false, customClass:'', align:'bottom',type:'thumbs', margin:2, width:140, height:80, space:2, fillMode:'fill' }); masterslider_8c10.control('slideinfo' ,{ autohide:true, overVideo:true, dir:'h', align:'bottom',inset:true , margin:80 , size:30 }); // slider setup masterslider_8c10.setup("MS5e7dd26378c10", { width : 960, height : 540, minHeight : 0, space : 0, start : 1, grabCursor : true, swipe : true, mouse : true, keyboard : false, layout : "fillwidth", wheel : false, autoplay : true, instantStartLayers:false, loop : true, shuffle : false, preload : 3, heightLimit : false, autoHeight : false, smoothHeight : true, endPause : false, overPause : false, fillMode : "fill", centerControls : true, startOnAppear : false, layersMode : "center", autofillTarget : "", hideLayers : false, fullscreenMargin: 0, speed : 17, dir : "h", parallaxMode : 'swipe', view : "basic" }); window.masterslider_instances = window.masterslider_instances || []; window.masterslider_instances.push( masterslider_8c10 ); });
Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος καὶ τὸ Αὐτοκέφαλον τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου
του Κώστα Ν. Κωνσταντινίδη
Καθηγητή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Πανιερώτατε, ἅγιε Κωνσταντίας καὶ Ἀμμοχώστου, κ.κ. Βασίλειε,
Κύριοι ἐκπρόσωποι τῶν πολιτικῶν καὶ τῶν λοιπῶν ἀρχῶν,
Σεβαστοὶ πατέρες,
Κυρίες καὶ Κύριοι,
Εἰσαγωγὴ
Ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη τιμὴ γιὰ μένα ἡ πρόσκληση να μιλήσω στὸ Σαλαμίνιο Ἐλεύθερο Πανεπιστήμιο Ἀμμοχώστου, στὴν κατακλεῖδα τῶν ἐφετινῶν ἐκδηλώσεων γιὰ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο, προστάτη καὶ ὀρθοστάτη τῆς μητροπόλεως Κωνσταντίας καὶ Ἀμμοχώστου. Ἀπρόβλεπτες περιστάσεις μοῦ στεροῦν τὴ φυσικὴ παρουσία στὴν ἀγαπημένη πόλη τοῦ Παραλιμνίου. Ὀφείλω λοιπὸν χάριτας στὸν Πανιερώτατο, ὁ ὁποῖος προσεφέρθη νὰ ἀνακοινώσει τὴν διάλεξή μου στὴν ἀποψινὴ πανηγυρικὴ ἐκδήλωση.
Ἐπιτρέψατέ μου, ἀγαπητοὶ κάτοικοι τῆς κατεχόμενης Ἀμμοχώστου καὶ τῶν λοιπῶν ἐλεύθερων καὶ μὴ κοινοτήτων τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας, τοῦ Παραλιμνίου καὶ τῆς Ἁγίας Νάπας, τῆς Σωτήρας και τοῦ Λιοπετρίου, νὰ ἐπικοινωνήσω ἀπόψε μαζί σας σὲ γλῶσσα ἁπλῆ, ἐπιχειρῶντας μὲ τὶς μικρές μου δυνάμεις νὰ μιμηθῶ τὴν κοινὴ γλῶσσα του τιμωμένου μεγάλου ἱεράρχη τῆς Κωνσταντίας. Τὸ θέμα μου: “Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος καὶ τὸ Αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου”, θὰ ἔχει δύο κύριους ἄξονες: α. τὸν ἅγιο τῆς Σαλαμῖνος – Κωνσταντίας Ἐπιφάνιο καὶ β. τὸ Αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
* * *
Θὰ ἀναφερθοῦμε ὅμως πρῶτα ἐν συντομίᾳ στὴν πολιτικὴ καὶ θρησκευτικὴ κατάσταση στὴν Κύπρο κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες.
Τὸ πρῶτο κήρυγμα τοῦ χριστιανισμοῦ δέχθηκαν οἱ κάτοικοι τῆς Κύπρου ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους Παῦλο καὶ Βαρνάβα τὸ ἔτος 45 μ.Χ. Ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ μαρτυρεῖται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (κεφ. ΙΓ, 5-12), ὅπου μνημονεύεται καὶ ἡ τύφλωση τοῦ μάγου Ἐλύμα στὴν Πάφο καὶ ἡ μεταστροφὴ στὸν χριστιανισμὸ τοῦ Ρωμαίου ἀνθυπάτου Σεργίου Παύλου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συντέλεσε στὴν ἐπιτυχία τῆς διδασκαλίας τῶν δύο ἀποστόλων καὶ στὴ γρήγορη ἐξάπλωση τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ νῆσο.
Περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὴν ἀποστολὴ αὐτὴ καὶ γιὰ μία δεύτερη τοῦ Βαρνάβα μὲ τὸν Μᾶρκο μᾶς παρέχουν ἄλλες πηγές, ὅπως τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα, ποὺ ἐγράφη ἀπὸ τὸν Κύπριο μοναχὸ Ἀλέξανδρο, καθὼς καὶ τὸ ἔργο Acta et passio Barnabae, δηλαδὴ οἱ Περίοδοι καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἔργο ἀγνώστου Κυπρίου τοῦ 5ου ἢ 6ου αἰῶνος. Μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα αὐτὰ λαμβάνουμε πληροφορίες γιὰ τὴν ἀνάδειξη ἐπισκόπων, ὅπως ὁ Ἡρακλείδης. ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς νήσου, τὴν ἵδρυση ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀκμαία τότε λατρεία τῆς Ἀφροδίτης στὴν Πάφο. Εἶναι στὴν δεύτερη ἀποστολὴ στὴ νῆσο ποὺ ὁ ἀπόστολος Βαρνάβας ἔπεσε θῦμα τῶν Ἰουδαίων τῆς Σαλαμῖνος, ποὺ ἦταν καὶ ἡ ἰδιαίτερη του πατρίδα, οἱ ὁποῖοι ἐθανάτωσαν τὸν ἱδρυτὴ καὶ προστάτη τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
Ἡ Κύπρος δὲν ἀπέφυγε τοὺς διωγμοὺς τῶν χριστιανῶν καὶ στὸν Βίο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, τοῦ θαυματουργοῦ ἐπισκόπου τῆς Τριμιθοῦντος ἀναφέρεται ὅτι καταδικάστηκε σὲ καταναγκαστικὰ ἔργα σὲ μεταλλεῖα κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ ρωμαίου αὐτοκράτορος Γαλερίου. Ἀκόμη ὁ Θεόδοτος, ἐπίσκοπος Κυρηνείας, βασανίστηκε τότε ἀπὸ τὸν διοικητὴ τῆς Κύπρου Σαβῖνο.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνος ἔχουμε σαφεῖς πληροφορίες γιὰ τὴν ὀργάνωση ἐπισκοπῶν στὴ νῆσο. Ἔτσι στὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνεκλήθη ἀπὸ τὸν Μεγάλο Κωνσταντῖνο στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας καὶ ὅπου καταδικάστηκε ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, μετεῖχαν τρεῖς ἐπίσκοποι ἀπὸ τὴν Κύπρο: ὁ Κύριλλος Πάφου, ὁ Γελάσιος Σαλαμῖνος καὶ ὁ Σπυρίδων Τριμιθοῦντος. Παρόλο ποὺ τὸ ὄνομα τοῦ τελευταίου ἀπουσιάζει ἀπὸ τοὺς ἐλλιπεῖς Καταλόγους τῆς Συνόδου, στὸν Βίο του ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες πηγὲς καὶ μία μακρὰ σχετικὴ παράδοση, ἡ ὁποία ἐκτείνεται καὶ στὴ χριστιανικὴ τέχνη, μιλοῦν γιὰ τὴν ἐνεργὸ καὶ θαυματουργὸ παρουσία τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Ὁ Σπυρίδων μαζὶ μὲ μία ἰσχυρὴ Κυπριακὴ ἀντιπροσωπεία ἔλαβαν μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς τοῦ 343/344. Στὴ Σύνοδο αὐτὴ συμμετεῖχαν δώδεκα ἐπίσκοποι ἀπὸ τὴν Κύπρο, χωρὶς νὰ ἀναφέρονται οἱ ἐπισκοπές τους τόσο στὸ ἑλληνικὸ ὅσο καὶ στὸ λατινικὸ κείμενο τῶν Πρακτικῶν τῆς Συνόδου. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὸν θαυματουργὸ Σπυρίδωνα μποροῦμε νὰ ταυτίσουμε τὸν Τριφύλλιο, τὸν λόγιο ἐπίσκοπο Λήδρας, ποὺ ὑπῆρξε πνευματικὸ τέκνο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος καὶ γνωρίζουμε ὅτι συνέταξε λόγιο ἔμμετρο Βίο του σὲ ἰαμβικοὺς τριμέτρους στίχους, ὁ ὁποῖος, δυστυχῶς, δὲν μᾶς ἔχει σωθεῖ.
Ἡ μεγάλη αὐτὴ συμετοχὴ Κυπρίων ἐπισκόπων στὶς δύο αὐτὲς Συνόδους, εἶναι ἰσχυρὴ ἔνδειξη γιὰ τὴν ραγδαία ἐξάπλωση τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ νῆσο κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος.
Σύμφωνα μὲ τοπικὴ παράδοση ποὺ διασώθηκε στὸν Κύπριο χρονικογράφο τοῦ 15ου αἰῶνος Λεόντιο Μαχαιρᾶ, ἀλλὰ καὶ σὲ ἕνα Κυπριακὸ χειρόγραφο τοῦ 16ου αἰῶνος, τὸ ὁποῖο σήμερα βρίσκεται στὴ Βρετανικὴ Βιβλιοθήκη (British Library, Additional 34,554, φφ. 170r-186v), ἡ ἁγία Ἑλένη πέρασε ἀπὸ τὴν Κύπρο δύο φορές, καθ᾽ ὁδὸν καὶ ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, περὶ τὸ 326/327. Ἵδρυσε μάλιστα κατὰ τὴν ἐπιστροφή της τὴ μονὴ Σταυροβουνίου καὶ τὴν ἐκκλησία τῆς Τόχνης, ὅπου καὶ ἄφησε τμήματα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁπωσδήποτε ἡ παράδοση αὐτὴ γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τῆς ἁγίας Ἑλένης στὴν Κύπρο, ποὺ στηρίζεται σὲ μεταγενέστερες πηγές, φανερώνει τὴν προσπάθεια συσχέτισης τῆς νήσου μὲ τὸν πρῶτο χριστιανὸ αὐτοκράτορα, τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο. Συγχρόνως ὅμως τῆς προσέδιδε μέγιστη τιμὴ μὲ τὴν ἵδρυση ἐκκλησιῶν, ὅπου ἐναπετέθησαν ἱερὰ ἅγια λείψανα ἀπὸ τὴν ἰσαπόστολο Ἑλένη. Παράλληλα τόνιζε τὴν σπουδαιότητα τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἀντιμετώπιζε προβλήματα ἀπὸ γειτονικὲς Ἐκκλησίες.
Ἐὰν ἡ ἐπίσκεψη τῆς ἁγίας Ἑλένης στὴν Κύπρο βοήθησε στη διάδοση τῆς νέας θρησκείας, ἡ μορφὴ ποὺ συντέλεσε ἀποφασιστικὰ στην ὁριστικὴ ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ νῆσο εἶναι ὁ μητροπολίτης Σαλαμῖνος-Κωνσταντίας Ἐπιφάνιος.
Ἐπιτρέψατέ μου νὰ ἀναφερθῶ ἐκτενέστερα στὸν μέγα Ἐπιφάνιο, ἀφοῦ ἡ σημερινὴ ὁμιλία ἀποτελεῖ καὶ τὴν κατακλεῖδα τῶν ἐκδηλώσεων κατὰ τὴν ἡμέρα μνήμης τοῦ θαυματουργοῦ καὶ προστάτη ἁγίου τῆς μητροπόλεως Κωνσταντίας-Ἀμμοχώστου.
* * *
Ὀρθὰ διατυπώθηκε ἡ θέση ὅτι: “καμία μελέτη τῆς πρώιμης ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας δὲν εἶναι πλήρης χωρὶς ἐκτενῆ ἀναφορὰ στὴ δράση καὶ τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου, μητροπολίτου Σαλαμῖνος-Κωνσταντίας τῆς Κύπρου ἀπὸ τὸ 367 μέχρι τὸ 403”. Ἡ δυναμικὴ συμμετοχὴ τοῦ ἀνδρὸς στὰ δρώμενα τῆς Ἐκκλησίας, τόσο στὸν χῶρο τῆς ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς, ὅσο καὶ στὴ Ρώμη καὶ τὴν ἀνερχόμενη Κωνσταντινούπολη, ἄφησαν ἀνεξίτηλη τὴ σφραγῖδα του καὶ ζωηρὴ τὴν ἀνάμνησή του στὴν ἑνιαία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πλούσιο συγγραφικό του ἔργο, τὸ ὁποῖο συνέθεσε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μακρᾶς ἀρχιερατείας του στὸν μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Κύπρου, διαδόθηκε, μελετήθηκε καὶ μεταφράσθηκε νωρὶς στὶς βασικὲς γλῶσσες τῆς χριστιανικῆς Οἰκουμένης.
Ἂς δοῦμε ὅμως σύντομα τὸν Βίο τοῦ ἐπιφανοῦς ἱεράρχη ποὺ κόσμησε καὶ ἀνέδειξε τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, τὴν ὁποία καὶ διακόνησε ἐπὶ τριάντα ἕξι ἔτη.
Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου διαθέτουμε σύγχρονες πηγές, ὅπως οἱ ἱστορικοὶ τῆς Ἐκκλησίας Σωζομενὸς καὶ Σωκράτης, ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος καὶ ὁ Παλλάδιος τῆς Ἑλενουπόλεως. Ὁ Βίος τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου, παρότι φαίνεται νὰ ἀντλεῖ ἀπὸ ἕνα πυρήνα ὑλικοῦ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς μαθητές του Ἰωάννη καὶ Πολύβιο, ἐπίσκοπο Ρινοκουρούρων, ἀλλὰ καὶ ἐπιστολὲς ποὺ ἀντάλλαξαν ὁ μαθητὴς καὶ διάδοχός του στὸν θρόνο τῆς Κωνσταντίας Σαβῖνος μὲ τὸν Πολύβιο, συμπληρώθηκε ἀπὸ κάποιον ἀνώνυμο καὶ διαμορφώθηκε ἀργότερα μὲ τὴν ἔνταξη πολλῶν διηγήσεων γιὰ τὴ θαυματουργό του δράση, καὶ χρονολογεῖται σήμερα ἀπὸ τὴν Καθηγήτρια Claudia Rapp, κατ’ ἐξοχὴν ἐρευνήτρια τοῦ Βίου, στὰ τέλη τοῦ πέμπτου ἢ καὶ στὸν ἕκτο αἰῶνα. Μποροῦμε, λοιπόν, νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸν Βίο συμπληρωματικά, διασταυρώνοντας τὸ πλούσιο περιεχόμενό του μὲ τὶς ἄλλες βασικές μας πηγές. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς συντομευμένες παραλλαγὲς τοῦ Βίουκαὶ γιὰ τὸ Συναξάριον Κωνσταντινουπόλεως, τὰ ὁποῖα καὶ ὑπαινίσσονται μεταφορὰ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου στὴ βυζαντινὴ πρωτεύουσα, πιθανὸν κατὰ τὸν δέκατο αἰῶνα, καὶ τὴ φύλαξή τους εἰς τὸν ἅγιον αὐτοῦ οἶκον, πλησίον τοῦ εὐκτηρίου τοῦ ἁγίου Φιλήμονος ἐν τῷ Στρατηγίῳ.
Ὁ Ἐπιφάνιος δὲν ἦτο Κύπριος. Ἐγεννήθη ἐν τῇ περιοικίδι τῆς Ἐλευθεροπόλεως τῆς Παλαιστίνης περὶ τὸ 310-320 καὶ κατήγετο ἀπὸ ταπεινὴ οἰκογένεια Ἰουδαίων ἀγροτῶν. Σὲ νέα ἡλικία ἀσπάσθηκε τὸν χριστιανισμὸ καὶ ἔγινε στὴ συνέχεια μοναχὸς καὶ ἀσκητὴς στὴν Παλαιστίνη καὶ τὴν Αἴγυπτο. Ἐκεῖ φαίνεται ὅτι γνώρισε καὶ μαθήτευσε πλησίον τοῦ θεμελιωτῆ τοῦ Παλαιστινιακοῦ μοναχισμοῦ ἁγίου Ἱλαρίωνος καὶ συνδέθηκε μαζί του μὲ ἰσόβια πνευματικὴ φιλία.
Εἶχε ἤδη προηγηθεῖ ἡ ἄσκηση τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καὶ τοῦ Παχωμίου στὴν Αἴγυπτο καὶ οἱ ἀναχωρητές, ἀλλὰ καὶ τὰ ὀργανωμένα μοναστικὰ κοινόβια ἐξαπλώνονταν ταχύτατα στὴν Αἴγυπτο καὶ ἀκολούθως στὴν Παλαιστίνη, τὴ Συρία, τὴ Μεσοποταμία καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἡ ἀνακήρυξη τῆς ἀνεξιθρησκείας, προπάντων ὅμως ἡ Α ́ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τοῦ 325 ὁδήγησαν στὴν ταχεῖα διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ στὶς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν Κύπρο, ὁ σπόρος ποὺ ἔσπειραν οἱ ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας ἐπρόκειτο νὰ ἀποδώσει καρποὺς καὶ τὸ μαρτύριον τοῦ Βαρνάβα ἔξω ἀπὸ τὴ Σαλαμῖνα ἐπέπρωτο νὰ καθαγιάσει τὴν πόλη. Ἀκόμη ἡ ἀποτυχημένη ἐπανάσταση τῶν πολυπληθῶν Ἰουδαίων, τὸ 115/16 μ.Χ. κατέληξε στὴν ἐκδίωξή τους ἀπὸ τὴ νῆσο, καὶ ἄνοιξε ἔτσι τὸ πεδίο γιὰ τὴ ραγδαία ἐξάπλωση τῆς διδασκαλίας τοῦ ταπεινοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ.
Μετὰ τὴν ἐπάνοδό του στὴν Παλαιστίνη, πιθανὸν εἰκοσαετής, ἵδρυσε ὁ Ἐπιφάνιος δική του μονὴ πλησίον τῆς γενέτειράς του, γιὰ τὴν ὁποία συνέχισε νὰ ἐπιδεικνύει ἐνδιαφέρον καὶ νὰ τὴν ἐπισκέπτεται, ὅπως συνέβη τὸ 394. Ὅπως καὶ γιὰ τὰ παιδικά του χρόνια, τὴν παιδεία καὶ τὴν ἄσκησή του, ἔτσι καὶ γιὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τῆς ζωῆς του μέχρι τὴν ἐγκατάστασή του στὴν Κύπρο οἱ πηγές μας εἶναι φειδωλές.
Στὴν Κύπρο μετέβη περὶ τὸ 367 γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν πνευματικό του πατέρα Ἱλαρίωνα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποσυρθεῖ ἐκεῖ σὲ σπήλαιο στὴν περιοχὴ τῆς Πάφου. Τὴν ἐκλογὴ τοῦ δοκίμου ἀσκητῆ στὸν μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Σαλαμῖνος πού, μετὰ τὴν ἀνοικοδόμησή της ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο ὕστερα ἀπὸ τὸν καταστροφικὸ σεισμὸ τοῦ 342, μετονομάσθη σὲ Κωνσταντία καὶ κατέστη πρωτεύουσα τῆς νήσου, παρακολουθοῦμε μέσα ἀπὸ τὸν Βίο καὶ βεβαιώνουμε ἀπὸ τὸ κείμενο τῶν Πρακτικῶν τῆς Τρίτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Ἐφέσου τοῦ 431. Ὁ Βίος μᾶς παραδίδει τὴ μὲ θεία παρέμβαση ἐπιλογή του ἀπὸ τὸν ὅσιο ἐπίσκοπο Χύτρων Πάππο καὶ τὴν ἐνθρόνισή του στὸν κενὸ θρόνο τοῦ μητροπολίτου τῆς νήσου. Στὰ Πρακτικὰ τῆς Γ ́ Οἰκουμενικῆς Συνόδου οἱ Κύπριοι ἐπίσκοποι βεβαιώνουν τὴν ἐκλογή του σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία συνήθεια ἀπὸ τὴν τοπικὴ Σύνοδο τῶν ἐπισκόπων τῆς νήσου. Ἡ δεύτερη αὐτὴ ἐπίσημη θέση φαίνεται νὰ ἀποδίδει ὀρθότερα τὰ πραγματικὰ γεγονότα ποὺ λαμβάνουν χώραν στὴν Κωνσταντία τὸ 367. Δὲν θὰ πρέπει, ὅμως, νὰ ἀποκλεισθεῖ ἡ ἐμπλοκὴ τοῦ ἀσκητῆ Ἱλαρίωνος στὴ διαδικασία ἐπιλογῆς τοῦ Ἐπιφανίου γιὰ τὴν κατάληψη τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντίας.
Ἡ ἀνάδειξη στὸν μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Κύπρου τοῦ δυναμικοῦ Ἐπιφανίου ἀπεδείχθη ἀπὸ ὅλες τὶς ἀπόψεις ὡς ἡ πλέον ἐνδεδειγμένη. Μετέφερε στὴ νῆσο τὸ ἀσκητικὸ ἰδεῶδες καὶ φαίνεται ὅτι λειτούργησε ἀποφασιστικὰ στὴν ὀργάνωση τοῦ μοναστικοῦ βίου στὴν Κύπρο. Στὸν Βίοτου μνημονεύονται μονὲς στὴν περιοχὴ τῆς Σαλαμῖνος, ἐνῶ ἀπὸ ἄλλες πηγὲς πληροφορούμαστε γιὰ τὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου στὸ Ἀκρωτήρι, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς μονὲς ποὺ κατὰ τὴν παράδοση ἵδρυσε στὴ νῆσο ἡ ἰσαπόστολος Αὐγούστα Ἑλένη.
Φαίνεται, ἀκόμη ὅτι ὁ Ἐπιφάνιος κατὰ τὴ μακρὰ θητεία του στὸν μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Κύπρου, μὲ τὴ συνδρομὴ καὶ τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Α ́, ἐπέβαλε τὸν ὁριστικὸ ἐκχριστιανισμὸ τῆς νήσου καὶ τὴν καταπολέμηση καὶ ἐκδίωξη τῶν τελευταίων αἱρετικῶν καὶ παγανιστικῶν καταλοίπων.
Τὸ γεγονὸς τῆς συνήθως ἐτήσιας ἢ διετοῦς θητείας τοῦ πολιτικοῦ διοικητῆ, τοῦ ὑπατικοῦ τῆς νήσου, ὁ ὁποῖος ἀπεστέλλετο ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ὁδήγησε στὴν ἀναβάθμιση τοῦ ρόλου τῶν τοπικῶν ἐπισκόπων καὶ μάλιστα τοῦ μητροπολίτου τῆς Κωνσταντίας. Στὸν μητροπολίτη κατέφευγαν οἱ πιστοὶ σὲ περιόδους ἀνομβρίας καὶ σιτοδείας, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐπίλυση καθημερινῶν προβλημάτων. Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου φανερώνει τὴν ἀσκητική του ἁπλότητα, τὴν καθημερινή του μέριμνα γιὰ τοὺς ἀδυνάτους, τὴ θαυματουργὸ δράση του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀφοσίωση τοῦ ποιμνίου του πρὸς τὸν ἱεράρχη. Ὁ Ἐπιφάνιος ἔθεσε τὸ παλαιστινιακὸ ἀσκητικὸ πρότυπο τοῦ μητροπολίτου τῆς νήσου γιὰ τοὺς διαδόχους του.
Ὁ Ἐπιφάνιος δὲν περιορίστηκε στὰ στενὰ ὅρια τῆς νήσου καὶ πολὺ γρήγορα ἡ φήμη του διεδόθη σὲ ὁλόκληρο τὸν χριστιανικὸ κόσμο. Οἱ τριαδικὲς καὶ ἄλλες αἱρέσεις ποὺ ἀπασχολοῦν τὴν ἑνιαία Ἐκκλησία καὶ θὰ ἐπιλυθοῦν μὲ σειρὰ συνόδων ἀποτελοῦν κύριο μέλημα τοῦ μητροπολίτου τῆς Κύπρου. Ἔτσι θὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ λάβει μέρος στὴν Β ́ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τὸ 381. Ἡ ἀπουσία τῆς ὑπογραφῆς του ἀπὸ τὰ οὕτως ἢ ἄλλως ἐλλιπῆ ἐπίσημα Πρακτικὰ τῆς Συνόδου, τὰ ὁποῖα καὶ ὑπογράφουν οἱ Πάφου Ἰούλιος, Τριμιθοῦντος Θεόπομπος, Ταμασοῦ Τύχων καὶ Κιτίου Μνημόνιος, ὁδήγησαν τοὺς μελετητὲς σὲ διαφορετικὲς ἀπόψεις γιὰ τὴ συμμετοχή του στὴ Σύνοδο. Ὁ προσεκτικὸς ἀγγλικανὸς στρατιωτικὸς ἱερέας John Hackett, ποὺ μᾶς ἄφησε τὴν ἀκόμη χρήσιμη Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ὑποστηρίζει εὐλόγως ὅτι ὁ Ἐπιφάνιος ἀπεχώρησε ἀπὸ τὴ Σύνοδο πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ὑπογραφὴ τῶν Πρακτικῶν γιὰ νὰ συμμετάσχει σὲ σύνοδο ποὺ συγκάλεσε ὁ πάπας Δάμασος στὴ Ρώμη, τὸ 382, γιὰ καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολλιναρίου.
Ἡ ἐκρίζωση τῶν αἱρέσεων ἀπετέλεσε κύριο μέλημα τοῦ γέροντος τῆς Κωνσταντίας ποὺ τάχθηκε ἀναφανδὸν κατὰ τῶν ἀπόψεων τοῦ Ὠριγένους. Μάλιστα, μὲ ὑπόδειξη τοῦ Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας, συγκάλεσε τοπικὴ Σύνοδο τῶν ἐπισκόπων τῆς νήσου, πιθανὸν στὶς ἀρχὲς τοῦ 402, ὅπου καὶ καταδικάστηκαν τὰ συγγράμματα τοῦ Ὠριγένους. Στὸν ἀγῶνα του αὐτὸ κατὰ τοῦ Ὠριγένους ἐπιδίωξε τὴ σύμπραξη τοῦ Ἰωάννου Ἱεροσολύμων. Ἡ σύγκρουση τοῦ Θεοφίλου μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἐνέπλεξε καὶ τὸν Ἐπιφάνιο Κύπρου. Ὁ μητροπολίτης Κωνσταντίας, ποὺ διατηροῦσε καλὲς σχέσεις μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια, ταξίδευσε στὴν πρωτεύουσα καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο νὰ καταδικάσει τὰ ἔργα τοῦ Ὠριγένους. Σύγχρονες πηγὲς καταγράφουν τὴν ἀντιπαλότητα ποὺ ἀναπτύχθηκε τότε μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν, ἀλλὰ καὶ τοὺς προφητικοὺς λόγους ποὺ ἀντάλλαξαν οἱ δύο ἅγιοι, ποὺ προέβλεψαν ὁ μὲν Ἐπιφάνιος ὅτι ὁ Χρυσόστομος δὲν θὰ φθάσει στὸν τόπο τῆς ἐξορίας του, ὁ δὲ Χρυσόστομος τὸν θάνατο τοῦ Ἐπιφανίου στὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς του στὴν Κύπρο, ὅπερ καὶ ἐγένετο λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Σαλαμῖνα στὶς 12 Μαΐου τοῦ 403. Σύμφωνα μὲ τὴ σωζόμενη ἐπιστολὴ τοῦ διαδόχου του Σαβίνου, ἡ ταφὴ τοῦ λαοφιλοῦς ἀνδρὸς ἔγινε, ὄχι χωρὶς ἀντιρρήσεις, ἐντὸς τοῦ ναοῦ τῆς μητροπόλεως Κωνσταντίας. Μεταφέρω ἐδῶ τοὺς δύο πρώτους στίχους ἀπὸ κατάλοιπα τοῦ ἐμμέτρου μηνολογίου του:
«Φανεὶς Ἐπιφάνιος ἐν Κύπρῳ μέγας | κλέος παρ’ αὐτῇ καὶ θανὼν ἔχει μέγα».
* * *
Προχωροῦμε στὴν σύντομη παρουσίαση τοῦ σωζομένου ἔργου τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου. Παρὰ τὶς ἀπώλειες καὶ τὶς περιπέτειες ποὺ γνώρισαν τὰ κείμενα τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, τὰ ὁποῖα γράφτηκαν ἀρχικὰ στὴ μεγαλογράμματη ἑλληνικὴ γραφὴ καὶ μεταφέρθηκαν στὴ συνέχεια στὴ μικρογράμματη μετὰ τὸν 9ο αἰῶνα, μᾶς σώζεται σήμερα σημαντικὸ τμῆμα τοῦ ἔργου τοῦ μεγάλου ἱεράρχη. Ὁ Ἐπιφάνιος δὲν πρέπει νὰ ἔτυχε συστηματικῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ὅπως οἱ σύγχρονοί του μεγάλοι Καππαδόκες πατέρες καὶ ὁ χρυσοῦς τὴν γλῶτταν Ἰωάννης. Ὡστόσο, ὁ πεντάγλωσσος μητροπολίτης τῆς Κωνσταντίας ἐπέλεξε νὰ περιστοιχίζεται ἀπὸ ἄνδρες μὲ ἱκανὴ ἑλληνομάθεια καὶ λογιοσύνη καὶ φαίνεται ὅτι συνέθεσε τὸ ἔργο του στὴν ὥριμη ἑλληνιστικὴ κοινὴ γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα αὐτὴ ἐξάλλου λειτουυργοῦσε ὡς ἡ lingua franca στὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολή, καὶ συντέλεσε τὰ μέγιστα τόσο στὴ διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ ὅσο καὶ στὴν ἐπακριβῆ ἀπόδοση τῆς Βίβλου καὶ τὴ διατύπωση τοῦ ὀρθοῦ δόγματος. Τὸ εὐρύτατο κῦρος τοῦ Ἐπιφανίου, ἀλλὰ καὶ τὸ χρηστικὸ περιεχόμενο τῶν ἔργων του, ὁδήγησαν στὴ διάδοσή τους σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς γλῶσσες τῆς χριστιανικῆς ὕστερης ἀρχαιότητος, ὅπως τὰ λατινικά, τὰ συριακά, τὰ κοπτικά, τὰ αἰθιοπικά, τὰ ἀρμενικά, τὰ γεωργιανά, καθὼς ἐπίσης στὴν συνέχεια καὶ στὰ ἀραβικὰ καὶ τὰ παλαιοσλαβικά. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ φανερώνει τὴ βαθειὰ ἐπίδραση ποὺ ἄσκησε ὁ ἅγιος σὲ ὁλόκληρο τὸν χριστιανικὸ κόσμο. Δυστυχῶς δὲν διαθέτουμε κριτικὲς ἐκδόσεις ὅλων αὐτῶν τῶν μεταφράσεων καὶ ἀκόμη ὁρισμένα ἀπὸ τὰ ἀποδιδόμενα στὸν Ἐπιφάνιο ἔργα σώζονται πληρέστερα σὲ μεταγενέστερες μεταφράσεις παρὰ στὸ ἀρχικὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο.
Ἕνα ἄλλο θέμα ποὺ πρέπει νὰ ἀναφέρουμε εἶναι ἐκεῖνο τῆς ἀπόδοσης ἔργων στὸν μεγάλο ἱεράρχη, ποὺ φαίνεται ὅτι εἶναι μεταγενέστερα ἢ προέρχονται ἀπὸ τὴν γραφῖδα ἄλλων ἀνωνύμων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Τὸ θέμα αὐτὸ ἅπτεται καὶ ἄλλων μεγάλων ἱεραρχῶν καὶ πατέρων, ὅπως ὁ Χρυσόστομος, καὶ χρήζει θεολογικῆς, γλωσσικῆς καὶ ἄλλης ἐπιστημονικῆς μελέτης γιὰ τὴν ἀποκάθαρση τῶν γνησίων καὶ μὴ ἔργων τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου.
Τὸ πρῶτο ἐκτενὲς ἔργο τοῦ Ἐπιφανίου ποὺ ἔχει σωθεῖ εἶναι ὁ Ἀγκυρωτός, ποὺ συνέθεσε τὸ 374, καὶ διαλαμβάνει περὶ τῆς ὀρθῆς πίστεως εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα καὶ μάλιστα τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ Ἀγκυρωτὸς σώζεται καὶ σὲ κοπτικὴ καὶ σὲ ἀραβικὴ μετάφραση. Τὸ ἔργο ἐπαινεῖ τὸν 5ο αἰ. ὁ ἱστορικὸς τῆς Ἐκκλησίας Σωκράτης ὡς ἀκολούθως: «εἰ δέ σοι φίλον ὀνόματα διαφόρων μανθάνειν αἱρέσεων, τῷ ἐπιγραφομένῳ Ἀγκυρωτῷβιβλίῳ, ὃ συνέταξεν ὁ Κυπρίων ἐπίσκοπος Ἐπιφάνιος, ἐντυγχάνων διδάσκου». Τὸ μνημονεύει ἐπίσης καὶ ὁ σύγχρονός του ἱστορικὸς Σωζομενός. Ἀπόψεις ποὺ διατυπώνονται στὸν Ἀγκυρωτὸ σχολίασε ὁ Πατριάρχης Νικηφόρος. Τὸ ἀνέγνωσε ἀκόμη τὸν 9ο αἰῶνα καὶ ὁ ἱερὸς Φώτιος καὶ τὸ καταγράφει συνοπτικὰ στὴν Βιβλιοθήκη του.
Περὶ τὸ 376 ὁ Ἐπιφάνιος ἐξέδωσε τὸ Πανάριον κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων. Στὸ Πανάριον ἀναφέρονται, περιγράφονται καὶ ἀντικρούονται περὶ τὶς ὀγδόντα αἱρέσεις, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες μᾶς εἶναι γνωστὲς μόνο μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Ἐπιφανίου. Τὸ ἔργο σώζεται καὶ σὲ γεωργιανὴ ἀλλὰ καὶ σὲ ἀραβικὴ μετάφραση. Τὸ ἐπαινεῖ ὁ Ἱερώνυμος στὰ τέλη τοῦ 4ου αἰ.: «Epiphanius … scripsit adversus omnes haereses libros et multa alia». Τὸ ἀνέγνωσε καὶ ἀξιολόγησε ὁ Φώτιος στὴ Βιβλιοθήκη του, ποὺ τὸ θεωρεῖ σημαντικότερο ἀπὸ προγενέστερα κατὰ αἱρέσεων ἔργα, τὰ ὁποῖα ἐγνώριζε καὶ ἀξιοποίησε ὁ Ἐπιφάνιος: «πάντων δὲ πρὸ αὐτοῦ κατὰ αἱρέσεων καταβεβληκότων πόνους πλατύτερός τε καὶ χρησιμώτερος … Τὴν δὲ φράσιν ταπεινός τε καὶ οἷα εἰκὸς τῆς Ἀττικῆς παιδείας ἀμελέτητον τυγχάνειν». Μνεία τοῦ ἔργου γίνεται καὶ στὸΛεξικὸν τῆς Σούδας τοῦ 10ου αἰῶνος.
Τὸ ἔργο τοῦ Ἐπιφανίου Περὶ μέτρων καὶ σταθμῶν συνετέθη τὸ 392 καὶ ἀποτελεῖ ἕνα ἐγχειρίδιο γιὰ τὴν χρήση καὶ τὸν συμβολισμὸ τῶν ἀριθμῶν στὴ Βίβλο. Ἐπιπλέον τὸ ἔργο αὐτὸ περιέχει ποικίλες πολύτιμες πληροφορίες γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν Ἱεροσολύμων ἐπὶ Τίτου καὶ τὴν ἀνοικοδόμηση καὶ μετονομασία τους ἀπὸ τὸν Ἀδριανὸ σὲ Αἰλία, τὴν ἵδρυση τῆς βιβλιοθήκης τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τὴ μετάφραση τῶν Ο ́. Τὸ ἔργο σώζεται πλῆρες σὲ συριακὴ μετάφραση καὶ μερικῶς στὴν ἑλληνική. Σώζεται ἐπίσης ἀποσπασματικὰ σὲ λατινική, γεωργιανὴ καὶ ἀραβικὴ μετάφραση.
Τὸ ἔργο τοῦ Ἐπιφανίου Περὶ τῶν δώδεκα λίθων τῶν ὄντων ἐν τοῖς στολισμοῖς τοῦ Ἀαρὼν σώζεται σὲ μία γεωργιανὴ μετάφραση. Σώζονται ἐπιτομές του στὰ ἀρμενικὰ καὶ τὰ λατινικά, ἀλλὰ καὶ ἀποσπάσματά του στὰ κοπτικά, καὶ τὰ ἀραβικά. Σώζεται τέλος καὶ σὲ μία ἐπιτομὴ στὰ ἑλληνικά. Ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου διασώζει καὶ ὁ πολυγραφότατος Κύπριος ἀσκητὴς Ἀναστάσιος Σιναΐτης στὸ ἔργο του Ἐρωταποκρίσεις.
Ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἐπιφανίου πρὸς διαφόρους σώθηκαν ἐλάχιστες ἀποσπασματικὰ ἢ σὲ συριακὲς καὶ λατινικὲς μεταφράσεις.
Ἀποσπασματικὰ σώθηκαν σχόλια τοῦ Ἐπιφανίου εἰς τὴν Γένεσιν, τοὺς Ψαλμούς, τὶς Παροιμίες, τοὺς τέσσερεις Εὐαγγελιστές, τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καὶ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου.
Ἀκόμη στὸν Ἐπιφάνιο ἀποδόθηκαν ἀποσπασματικὰ διασωθέντα ἔργα στὰ ὁποῖα περιέχονται ἀπόψεις περὶ τῶν εἰκόνων. Αὐτὴ εἶναι ἡ περίπτωση ἑνὸς λόγου κατὰ τῶν ἐπιτηδευόντων ποιεῖν εἰδωλικῷ θεσμῷ εἰκόνας εἰς ἀφομοίωσιν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν μαρτύρων, ἔτι δὲ καὶ ἀγγέλων καὶ προφητῶν, μία ἀποσπασματικὴ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Α ́ καὶ μία Διαθήκη πρὸς τοὺς πολίτας. Τὰ ἔργα αὐτὰ χρησιμοποιήθηκαν ἐπὶ εἰκονομαχίας ἀπὸ τοὺς εἰκονοκλάστες πρὸς ἐνίσχυση τῶν θέσεών τους. Ἀπεκρούσθησαν, ὅμως, ὡς νόθα ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Νικηφόρο, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὶς συζητήσεις τῆς Ζ ́ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Πρόσφατες μελέτες μὲ παράλληλη ἐξέταση τῶν κειμένων ποὺ διασώζουν τὰ ἔργα στὰ ἑλληνικὰ καὶ τὰ συριακά, ἀλλὰ καὶ μὲ γλωσσικὰ καὶ φιλολογικὰ κριτήρια καταλήγουν στὸ συμπέρασμα ὅτι τὰ ἔργα αὐτὰ νοθεύθηκαν, γιὰ εὐνοήτους λόγους, κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας.
Ἀκολούθως θὰ δώσουμε συνοπτικὰ ἔργα ποὺ ἀπεδόθησαν σὲ χειρόγραφους κώδικες ἢ καὶ ἐξεδόθησαν μετὰ τὴν Ἀναγέννηση ὡς ἔργα τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου, ἀμφισβητοῦνται ὅμως ἀπὸ τὴν σύγχρονη ἔρευνα καὶ μποροῦν νὰ ὀνομασθοῦν ὡς ἀμφίβολα ἢ νόθα.
Στὴν κατηγορία τῶν ἀμφιβόλων ἔργων τοῦ Ἐπιφανίου περιλαμβάνονται τὰ ἑξῆς ἔργα:
α) ἡ Ἀνακεφαλαίωσις, ποὺ ἀποτελεῖ ἐπιτομὴ τοῦ Παναρίου.
β) ὁ Φυσιολόγος, ποὺ ἀπεδόθη στὸν Ἐπιφάνιο καὶ ἐκδόθηκε μὲ τὸ ὄνομά του ἤδη τὸ 1587. Ποικίλες μορφὲς τοῦ Φυσιολόγου σώζονται σὲ μεταφράσεις στὰ λατινικά, ἀρμενικά, αἰθιοπικά, συριακά, κοπτικά, γεωργιανὰ καὶ ἀραβικά.
γ) διάφορα ὁμιλητικὰ κείμενα ποὺ περιλαμβάνουν:
i. ὁμιλία εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου,
ii. ὁμιλία εἰς τὴν γέννησιν τοῦ Κυρίου,
iii. ὁμιλία εἰς τὴν ὑπαπαντὴν,
iv. ὁμιλία εἰς τὰ Βάϊα,
v. ὁμιλία εἰς τὴν θεόσωμον ταφὴν τοῦ Κυρίου,
vi. ὁμιλία εἰς τὴν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ ἀνάστασιν,
vii. ὁμιλία εἰς τὴν ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου,
Ἀκόμη τοῦ ἀποδίδονται:
α) ἕνα κείμενο περὶ ἀριθμῶν,
β) ἕνα ἔργο γιὰ τὴν ζωὴ τῶν προφητῶν,
γ) ἡ Ἔκθεσις πρωτοκλησιῶν, πατριαρχῶν τε καὶ μητροπολιτῶν,
δ) τὰ Ἀποφθέγματα,
ε) ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων,
ς) ἄλλα ἀποσπασματικὰ σωζόμενα ἔργα.
Τὸ μεγάλο ἔργο τοῦ Ἁγίου τῆς Κωνσταντίας προσείλκυσε ἐνωρὶς τοὺς μελετητὲς θεολογικῶν κειμένων. Ἔγιναν μεμονωμένες ἐκδόσεις ἔργων, ὅπως τὸ Πανάριον, ὁ Ἀγκυρωτὸς καὶ τὸ Περὶ μέτρων καὶ σταθμῶν, ποὺ ἐκδόθηκαν στὴ Βασιλεία τὸ 1544 ἢ ὁ Φυσιολόγος καὶ ἡ ὁμιλία εἰς τὰ Βάϊα, ποὺ ἐκδόθηκαν στὴ Ρώμη τὸ 1587. Τὰ ἅπαντα τοῦ ἁγίου ἐξέδωσε σὲ δύο τόμους ὁ Dionysius Petavius στὸ Παρίσι, τὸ 1622, μὲ λατινικὴ μετάφραση. Ἡ ἔκδοση αὐτὴ περιλήφθηκε στὴν Patrologia Graeca, τόμοι 41-43. Ὁ G. Dindorf ἐξέδωσε τὰ Ἅπαντα τοῦ Ἐπιφανίου σὲ 5 τόμους, Λιψία, 1859-1862. Κριτικὴ ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου σὲ τρεῖς τόμους ἐκπόνησε ὁ Γερμανὸς Karl Holl, Λιψία, 1915, 1922, 1931-33.
Ἐπιτρέψατέ μου σύντομη ἀναφορὰ στὴν φήμη τοῦ μεγάλου ἀνδρός. Ἐν ζωῇ ὁ Ἐπιφάνιος τιμήθηκε ὅσο λίγοι, τόσο ἀπὸ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ποὺ συνέρρεαν στὶς δημόσιες ἐμφανίσεις του ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια ποὺ ζητοῦσε τὶς θέσεις καὶ τὴ θαυματουργή παρέμβασή του. Φαίνεται ὅτι ἤδη ἀπὸ τὸν 5ο αἰ. ὁ Ἐπιφάνιος τιμήθηκε ὡς ἅγιος τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, πάντως μετὰ τὸ 431, καὶ στὸν χῶρο τοῦ θαυματουργοῦ τάφου του ἀνεγέρθη ἡ μεγάλη πεντάκλιτη βασιλική, ποὺ ἀκολούθως ἀφιερώθηκε στὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου ποιμενάρχη τῆς Κωνσταντίας. Ἡ μορφή του ἀπεικονίσθηκε σὲ ναοὺς καὶ φορητὲς εἰκόνες σὲ ὁλόκληρο τὸν χριστιανικὸ κόσμο, ἀλλὰ καὶ σὲ σφραγῖδες ἀρχιεπισκόπων τῆς νήσου. Ἀριθμὸς ἐπισκόπων καὶ ἀρχιεπισκόπων τῆς Κύπρου ἔφεραν στὴ συνέχεια τὸ ὄνομά του. Ἱεροὶ ναοὶ ἀφιερώθηκαν στὸν ἅγιο καὶ δύο κοινότητες τῆς Κύπρου φέρουν τὸ ὄνομά του. Ἐνωρὶς ὁ τάφος του ἔγινε ἀντικείμενο μεγάλης λατρείας καὶ διερχόμενοι ἀπὸ τὴ νῆσο προσκυνητὲς τῶν Ἁγίων Τόπων, ὅπως ὁ Ἀντωνῖνος τῆς Piacenza περὶ τὸ 560-570, ἢ ὁ ἅγιος Βιλλιβάλδος τὸ 723, τὸν ἐπισκέπτονταν. Τοὺς τάφους τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα καὶ τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου ἐπισκέφθηκε καὶ προσκύνησε ὁ Κύπριος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἰωάννης Ἐλεήμων λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του, τὸ 619.
Ὀρθά, πιστεύω, ὁ ἀείμνηστος Βενέδικτος Ἐγγλεζάκης, ἀξιολογῶντας τὴν ἀνύψωση τοῦ κύρους τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου στὴν διάρκεια τῆς μακρᾶς θητείας τοῦ Ἐπιφανίου, καθὼς καὶ τοὺς προσανατολισμούς της πρὸς τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὴ Ρώμη, τὸν ἀποκαλεῖ «πατέρα τοῦΚυπριακοῦ αὐτοκεφάλου», παρόλο ποὺ αὐτὸ ἐπετεύχθη τριάντα σχεδὸν χρόνια μετὰ τὸν θάνατό του στην Γ´Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τὸ 431.
* * *
Σᾶς καλῶ τώρα νὰ πᾶμε στὴν Ἔφεσο, στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίας, ὅπου συγκλήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο Β´ἡ Γ´Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία καὶ ἀναγνώρισε τὴν Παρθένο Μαρία ὡς Θεοτόκο, γιὰ να παρακολουθήσουμε τὰ ἐκεῖ διαδραματισθέντα ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν Ἐκκλησία Κύπρου.
Τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα ποὺ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει στὴν πρώιμη ἱστορία της ἦταν ἡ ἐπεκτατικὴ πολιτικὴ τῶν πατριαρχῶν Ἀντιοχείας, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νὰ ὑποτάξουν στὴν ἐξουσία τους τὴν Κυπριακὴ Ἐκκλησία καὶ νὰ καθορίσουν τὴν ἐκλογὴ καὶ χειροτονία τῶν ἐπισκόπων της. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἀντιόχεια ἦταν τὸ διοικητικὸ καὶ στρατιωτικὸ κέντρο τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀνατολῆς διευκόλυνε τὶς προσπάθειες τοῦ πατριάρχη της γιὰ νὰ ὑποτάξει ἐκκλησιαστικὰ τὴ νῆσο.
Ἡ κατάσταση ἔγινε κρίσιμη μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἐπιφανίου Κωνσταντίας (Μάϊος 403). Ἔτσι τὸ 410 ὁ Πατριάρχης τῆς Ἀντιόχειας Ἀλέξανδρος ἔγραψε στὸν Πάπα Ἰννοκέντιο Α´καὶ τοῦ ἐξέθετε τὴν μὴ ὑπακοὴ τῶν Κυπρίων στὸν τρόπο ἐκλογῆς καὶ χειροτονίας τῶν μητροπολιτῶν τῆς νήσου. Ὁ Πάπας, χωρὶς νὰ ἐξετάσει τὸ θέμα, ἀπέστειλε παραινετικὴ ἐπιστολὴ στοὺς Κυπρίους, ὑποδεικνύοντας ὑπακοὴ στοὺς ἱεροὺς κανόνες.
Λίγα χρόνια ἀργότερα οἱ Ἀντιοχεῖς προέβησαν καὶ σὲ βιαιοπραγίες γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὸν στόχο τους. Ἔτσι, ὅταν ὁ μητροπολίτης Κύπρου Τρωΐλος ἐπισκἐφθηκε τὴν Ἀντιόχεια γιὰ ἄλλα ζητήματα:
“μυρία πέπονθεν ὑπὸ τοῦ Ἀντιοχέων κλήρου καὶ τοῦ θεοσεβεστάτου ἐπισκόπου Θεοδότου, βίαν οὐ τὴν τυχοῦσαν ὑπομείνας ἃς οὐκ ἦν προσῆκον οὐδὲ μαστιγίας ἀνθρώπους ὑπομένειν”.
Ὁ πατριάρχης τῆς Ἀντιόχειας Ἰωάννης (428-441), εἶδε τὸν θάνατο τοῦ Τρωΐλου, ποὺ συνέβη μερικοὺς μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν σύγκληση τῆς Γ´Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Ἐφέσου (431), ὡς μοναδικὴ εὐκαιρία γιὰ τὴν ὑποταγὴ τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι μαζὶ μὲ τὸν κλῆρο τῆς Ἀτιόχειας ἐνθάρρυναν τὸν κόμητα τῆς Ἀνατολῆς Φλάβιο Διονύσιο, νὰ ἀποστείλει δύο ἐπιστολὲς στὴν Κύπρο, μία στὸν κυβερνήτη τῆς νήσου Θεόδωρο, καὶ μία δεύτερη στὸν κλῆρο τῆς μητροπόλεως Κωνσταντίας. Ὁ κόμης τοὺς διέτασσε νὰ ἀποφύγουν τὴν ἐκλογὴ νέου μητροπολίτη, ἀφοῦ τὸ θέμα τῆς ἐκλογῆς καὶ χειροτονίας τοῦ μητροπολίτη τῆς νήσου θὰ ἐγειρόταν ἐνώπιον τῆς Συνόδου τῆς Ἐφέσου. Ἐὰν ὅμως εἶχε στὸ μεταξὺ ἐκλεγεῖ νέος μητροπολίτης, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσει τοὺς ἄλλους ἐπισκόπους στὴν Ἔφεσο.
Πράγματι εἶχε ἐκλεγεῖ ὁ Ρηγῖνος ὡς νέος μητροπολίτης Κωνσταντίας, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ τοὺς ἐπισκόπους Πάφου Σαπρίκιο, Κουρίου Ζήνωνα καὶ Σόλων Εὐάγριο ταξίδεψαν στὴν Ἔφεσο ἀποφασισμένοι νὰ ὑπερασπιστοῦν τὴν ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας τους.
Ἡ κατάσταση στὴν Ἔφεσο ἦταν πολὺ εὐνοϊκὴ γιὰ τὴν Κυπριακὴ ὑπόθεση, ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης Ἀντιοχείας ὄχι μόνο καθυστέρησε νὰ φτάσει, ἀλλὰ καὶ ἀντιτάχθηκε στὸν Πρόεδρο τῆς Συνόδου, τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Κύριλλο. Συγκάλεσε μάλιστα μία δική του Σύνοδο μὲ τὴ συμμετοχὴ μικροῦ ἀριθμοῦ Ἀνατολικῶν ἐπισκόπων. Γι᾽ αὐτὸ, ὅταν στὶς 31 Αὐγούστου 431 συζητήθηκε τὸ θέμα τῆς Κύπρου, ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας, δὲν ἦταν παρὼν γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὶς ἀπόψεις του. Οἱ Κύπριοι ἐπίσκοποι -ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Σαπρίκιο Πάφου, ποὺ εἶχε στὸ μεταξὺ πεθάνει- ἀπαντῶντας στὶς ἐρωτήσεις τῆς Συνόδου ὑποστήριξαν ὅτι:
“ἀπὸ τῶν ἁγίων ἀποστόλων οὐδέποτε ἔχουσι δεῖξαι ὅτι ἐπέστη Ἀντιοχεὺς καὶ ἐχειροτόνησεν οὔτε ἐπεκοινώνησέ ποτε τῇ νήσῳ χειροτονίας χάριν οὔτε ἕτερός τις … ἀλλ᾽ἡ σύνοδος ἡ τῆς ἡμετέρας ἐπαρχίας συναγομένη κατὰ τοὺς κανόνας καθιστᾷ τὸν παρ᾽ἡμῖν μητροπολίτην”.
Τελικὰ ἡ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου μὲ τὸν 8ο κανόνα της διασφάλισε αὐτὴ τὴν ἀρχαία παράδοση καὶ ὅρισε ὅπως ἡ ἐκλογὴ καὶ χειροτονία τοῦ μητροπολίτη καὶ τῶν ἐπισκόπων τῆς Κύπρου θὰ συνέχιζαν νὰ γίνονται ἀπὸ τὴν τοπικὴ Σύνοδο, τοὺς ἄλλους δηλαδὴ ἐπισκόπους τῆς νήσου.
Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν μία λαμπρὴ ἐπιτυχία γιὰ τὴν Κυπριακὴ ἀντιπροσωπεία, ἀφοῦ, σὲ μία ἐποχὴ ποὺ δημιουργοῦνταν τὰ πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, πέτυχαν νὰ διασφαλίσουν τὴν ἀνεξαρτησία καὶ τὸ αὐτοκέφαλο τῆς Ἐκκλησίας τους.
Παρόλο ποὺ ὁ Ἰωάννης δὲν ἀμφισβήτησε τὸν κανόνα αὐτὸ τῆς Συνόδου, πενήντα περίπου χρόνια ἀργότερα ὁ μονοφυσίτης πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος ὁ Κναφεὺς ἤγειρε καὶ πάλιν τὸ θέμα στὸν αὐτοκράτορα Ζήνωνα (474-475 καὶ 476-491). Ὁ Κναφεὺς ὑπεστήριξε ὅτι ἀφοῦ ἡ Κύπρος δέχτηκε τη χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, ἔπρεπε νὰ εἶναι ὑποταγμένη σ᾽αὐτήν. Ὁ Ζήνων ἦταν ἕτοιμος νὰ δεχθεῖ τὴ θέση αὐτή, ὅταν συνέβη ἀπρόβλεπτη ἐπέμβαση τοῦ ἱδρυτῆ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου Βαρνάβα. Ὁ Ἀπόστολος ὁδήγησε σὲ ὅραμα τὸν τότε ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Ἀνθέμιο στὸν χῶρο ὅπου εἶχε ταφεῖ καὶ ἐκεῖ βρέθηκε τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου ποὺ κρατοῦσε στὸ στῆθος τὸ προσωπικὸ ἀντίγραφο τοῦ Βαρνάβα τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Μὲ τὰ πολύτιμα αὐτὰ κειμήλια ὁ Ἀνθέμιος ἔπλευσε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρέδωσε τὸ εὐαγγέλιο, ποὺ ἀφοῦ κοσμήθηκε πολυτελῶς, τοποθετήθηκε στὸ παρεκκλήσι τοῦ ἁγίου Στεφάνου τοῦ πρωτομάρτυρος στὸ παλάτι.
Ἀκολούθως συγκλήθηκε τοπικὴ Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη ποὺ δέχθηκε καὶ διασφάλισε τὰ δίκαια τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Ὁ αὐτοκράτορας Ζήνων χορήγησε χρήματα γιὰ τὴν ἵδρυση μεγαλοπρεποῦς ναοῦ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στὸν χῶρο ποὺ βρέθηκε τὸ λείψανό του καὶ ἰδιαίτερα προνόμια στὸν ἀρχιεπίσκοπο τῆς νήσου τὰ ὁποῖα διατηροῦνται ἕως τὶς μέρες μας. Ἔτσι, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου ὑπογράφει μὲ κιννάβαρι, ὅπως καὶ ὁ αὐτοκράτορας, φέρει στὶς ἐπίσημες τελετὲς πορφυρὸ μανδύα καὶ σκῆπτρο ἀντὶ τῆς ποιμαντορικῆς ράβδου.
Τὸ Αὐτοκέφαλον θὰ διασφαλιστεῖ ἐκ νέου μὲ τὸν 39ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου τὸ 691/92. Στὰ χρόνια ὅμως τῶν Κομνηνῶν θὰ ἀντιμετωπίσει προβλήματα. Ὁ Αὐτοκράτορας θὰ “προβάλλει» καὶ θὰ ἀποστέλλει τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου ἀπό τὴν Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Ἰωάννης Κρητικὸς δὲν θα παραιτηθεῖ τῶν δικαίων του, ὅταν τὸ 1157 καὶ τὸ 1170 θὰ λάβει μέρος σὲ δύο πανορθόδοξες Συνόδους στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ θὰ ὑποχρεωθεῖ νὰ ὑπογράψει μετὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας.
Θὰ ἀκολουθήσει ἡ λατινοκρατία καὶ ἡ κατ᾽ οἰκονομίαν ὑποταγὴ στὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴ γνωστὴ Bulla Cypria τοῦ 1260, ποὺ θὰ στερήσει τὴν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου μὲ τὶς λοιπὲς ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Τὸ ζήτημα θὰ διευθετηθεῖ τὸ 1571 μετὰ τὴν ἐκδίωξη τῶν Λατίνων ἀπὸ τὴ νῆσο. Ἔκτοτε τὸ Αὐτοκέφαλον διατηρεῖται ἀδιαλείπτως μέχρι τοῦ νῦν.
Ὁ ἀρχιμανδρίτης Κυπριανός, γράφοντας γιὰ τὰ γεγονότα τῆς ἀνεύρεσης τῶν λειψάνων τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στὴν Ἱστορία χρονολογικὴ τῆς νήσου Κύπρου ποὺ τυπώθηκε στὴ Βενετία τὸ 1788 λέγει:
“Δὲν ἰξεύρω ἂν ἄλλος Ἀπόστολος ὑπερασπίσθη τοσοῦτον τὴν Πατρίδα του, ἂν ἐφάνη τόσον φιλόπατρης, ὡς ὁ ἡμέτερος συμπατριώτης Βαρνάβας, ὅς τις ζῶν μὲν ἀπήλλαξε τοὺς συμπατριώτας του ἀπὸ τὴν βδελυρὰν θρησκείαν τῶν εἰδώλων, …θανὼν δὲ ἐλευθέρωσε τὴν Ἱερὰν Ἐκκλησίαν τῆς Πατρίδος του ἀπὸ τῆς καταδυναστείας τῶν φιλάρχων καὶ πλεονεκτῶν Ἀντιοχείων κληρικῶν”.
Ἐδῶ ὅμως παύσομαι τοῦ λόγου, πλεῖστα ὅσα ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ ἀφιέμενος.
Σᾶς εὐχαριστῶ πολὺ γιὰ τὴν προσοχή σας.
Καθεδρικός Ναός Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου: Ζωντανή μετάδοση Προηγιασμένης Θείας Λειτουργίας (Παρασκευή 27/03/2020, 4η Εβδομάδα Νηστειών)
«Χαῖρε ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα»
Δ΄ ΣΤΑΣΙΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΩΝ
«Χαῖρε ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα»
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, εἶναι ἕνα ποίημα πρὸς τὴν Παναγία. Εἶναι ὁ ὡραιότερος ὕμνος ποὺ γράφτηκε γι’ αὐτήν. Ἀπὸ ἄποψι καλλιτεχνικὴ ἀποτελεῖ ἕνα ἀριστούργημα ποιήσεως. Ὁ ποιητὴς τοῦ ὕμνου, ποὺ ἀπὸ ταπεινοφροσύνη μᾶς ἀπέκρυψε τὸ ὄνομά του, ἐπιστράτευσε ὅλη του τὴν τέχνη, καὶ μὲ εἰκόνες, παρομοιώσεις, ἀντιθέσεις καὶ ἄλλα ποιητικὰ σχήματα προσπάθησε νὰ ἐγκωμιάσει τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Κι αὐτὸ διότι ἡ Παναγία εἶναι τὸ ἁγιώτερο πλάσμα ποὺ γνώρισε ὁ κόσμος, τὸ τελειότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο ποὺ ἔπαιξε τὸν σημαντικώτερο ρόλο στὸ ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας, στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἀνήκει σ’ ἕνα ποιητικὸ εἶδος, ποὺ στὴ γλώσσα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας ὀνομάζεται κοντάκιο. Οἱ στροφὲς ἑνὸς κοντακίου λέγονται οἶκοι. Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἀποτελεῖται ἀπὸ 24 οἴκους, ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀρχίζει καὶ μὲ ἕνα γράμμα τῆς ἀλφαβήτου.
Μέσα σ’ ὁλόκληρο τὸ ποίημα ἀκούονται 144 «χαῖρε», τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν ἐπανάληψι τοῦ πρώτου ἐκείνου «χαῖρε», ποὺ ἀπηύθυνε πρὸς τὴν Παρθένο ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ: «Χαῖρε κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ» (Λουκ. 1,28).
Στὴ συνέχεια θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐξηγήσουμε ἕνα ἀπὸ τὰ «χαῖρε» τῆς Δ΄ Στάσεως, τὸ «Χαῖρε ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα». Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ὁ ποιητὴς ἀπευθύνεται στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ τῆς λέει: Χαῖρε Παναγία, ἐσύ ποὺ κατάργησες τὸν «φθορέα τῶν φρενῶν». Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ φθορέας τῶν φρενῶν, τὸν ὁποῖο κατάργησε ἡ Παναγία; Ἀσφαλῶς εἶναι ὁ διάβολος. Καὶ γιατὶ τὸν ὀνομάζει φθορέα τῶν φρενῶν;
Κατ’ ἀρχήν, ἡ φρὴν (γενικὴ τῆς φρενὸς) εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, τὸ λογικό. Ὁ διάβολος χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν ποιητὴ «φθορέας τῶν φρενῶν», διότι ἔφθειρε καὶ φθείρει τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ λογικό. Καὶ πῶς ὁ διάβολος φθείρει τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου;
Τὸν φθείρει διότι ἡ παράβασι τῶν πρωτοπλάστων, τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, ποὺ εἶχε ὡς πρῶτο καὶ κύριο ἀποτέλεσμα τὴν φθορὰ τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἔγινε μὲ τὴν ὑποκίνησι τοῦ διαβόλου. Πράγματι, τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὅπως λέγεται διαφορετικά, ἔπληξε, τραυμάτησε καὶ ἔφθειρε τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ λογιστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, στὸν ὁποῖο βρίσκεται ἡ οὐσία καὶ τὸ κέντρο τοῦ «κατ’ εἰκόνα». Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου σκοτίστηκε· ἔγινε, ὅπως λέει ὁ ἀπ. Παῦλος, «ἀδόκιμος» (Ρωμ. 1,28). Ἔπαψε νὰ λειτουργεῖ κανονικά.
Συνέπεια τῆς διαστροφῆς αὐτῆς τοῦ νοῦ ἦταν τὸ φαινόμενο τῆς εἰδωλολατρίας. Οἱ ἄνθρωποι μετὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ἔπαψαν νὰ πιστεύουν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἄρχισαν νὰ λατρεύουν γιὰ θεοὺς τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως· τὸν ἥλιο, τὰ ἄστρα, τὰ βουνά, τὰ ποτάμια, τὰ ζῶα, τὰ ἑρπετὰ κ.λπ., ἐνῶ ἔβλεπαν ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι φθαρτὰ καὶ θνητά. Καὶ τὸ χειρότερο, λάτρευαν καὶ τὰ ἴδια τὰ ἔργα τῶν χειρῶν τους. Ἔφτιαχναν π.χ. ἕνα ἄγαλμα ἀπὸ πέτρα ἢ ξύλο καὶ ἀμέσως τὸ θεοποιοῦσαν. Ἔπεφταν κάτω καὶ τὸ προσκυνοῦσαν γιὰ θεό, καὶ πρόσφεραν σ’ αὐτὸ τὸ ἄψυχο πράγμα θυσίες ζώων, ἀκόμα καὶ ἀνθρώπων. Ὑπάρχει μεγαλύτερη φθορὰ τοῦ νοῦ, μεγαλύτερη ἀφροσύνη ἀπ’ αὐτό; Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εἰδωλολατρία, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ἀποτελεῖ τὸ ἀποκορύφωμα ἀλλὰ καὶ ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἄλλων κακῶν. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη κατάπτωσι καὶ ἐξευτελισμὸς τοῦ λογικοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία.
Αἰτία τῆς καταπτώσεως αὐτῆς ἦταν, ὅπως εἴπαμε, ἡ φθορὰ τῶν φρενῶν, ἡ καταστροφὴ τοῦ ἡγεμόνα νοῦ, ποὺ προκάλεσε ὁ διάβολος μὲ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ διάβολος χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν ποιητὴ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου «φθορέας τῶν φρενῶν».
Τὸ μεγάλο αὐτὸ τραῦμα τὸ θεράπευσε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὸν ἐρχομό του στὸν κόσμο, μὲ τὴ θεία ἐνανθρώπησί του. Καὶ ἐφ’ ὅσον ὁ νοῦς ἦταν τὸ πρῶτο ποὺ τραυμάτισε καὶ ἔφθειρε ἡ ἁμαρτία θὰ ἔπρεπε καὶ ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς νὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὸν νοῦν. Ὁ νοῦς καθαρίζεται, θεραπεύεται καὶ τρέφεται μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ «ῥήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς» Ἰω. 6,68). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἀρχίζει τὸ ἀπολυτρωτικό του ἔργο φωτίζοντας τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ φῶς τῆς θείας ἀλήθειας.
Πρὶν προσφέρει ἐπάνω στὸν Σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ τὸν ἑαυτό του Θυσία γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, ἐπὶ τρία συνεχὴ χρόνια δίδαξε. Μὲ τὴ διδασκαλία του μᾶς ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ μᾶς ὁδήγησε στὴ γνῶσι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἀνακαινίστηκε ὁ νοῦς ποὺ εἶχε φθαρεῖ ἀπὸ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν, τὸν διάβολο. Φωτίστηκε ἡ διάνοιά του, ποὺ εἶχε σκοτιστεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὸν φωτισμὸ αὐτὸ τοῦ νοῦ προφητεύει ὁ Ἠσαΐας λέγοντας: «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (πρβλ. Ματθ. 4,16).
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν μὲ τὸ ἀπολυτρωτικό του ἔργο κατάργησε τὸν φθορέα τῶν φρενῶν διάβολο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ἀπευθυνόμενος σ’ αὐτὴν καὶ θεωρώντας την ἀρχὴ καὶ πρόξενο τῆς σωτηρίας μας, τὴν χαιρετίζει μὲ τὰ λόγια ποὺ ἀκούσαμε: «Χαῖρε ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα». Κι αὐτό, διότι ἡ Παναγία εἶναι αὐτὴ ποὺ γέννησε τὸν Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου, εἶναι, ὅπως λέει στὴ συνέχεια, «ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα».
Δυστυχῶς ὅμως, καὶ μετὰ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ὁ διάβολος ἐξακολουθεῖ νὰ φθείρει τὸν νοῦν πολλῶν ἀνθρώπων. Μὲ τὴ δική τους συγκατάθεσι ἀνοίγουν τὶς πόρτες τῆς ψυχῆς τους στὸν πονηρὸ καὶ τὸν ἀφήνουν νὰ γίνει κυρίαρχος σ’ αὐτές. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν καταστροφή, τόσο τὴ σωματικὴ ὅσο καὶ τὴν ψυχική. Ἐπιπλέον ἐξευτελίζονται στὴν κοινωνία καί, τὸ χειρότερο, χάνουν τὴ ψυχή τους, χωρὶς νὰ κερδίζουν ἀπολύτως τίποτα. Ἂς ἀναφέρουμε μερικὰ παραδείγματα.
- Ὁ πρῶτος ὑποδουλώνεται στὸ ποτό. Πίνει διαρκῶς, μεθᾶ, κάνει ἀσχημίες, δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα στὴν οἰκογένειά του, γίνεται περίγελως στὴν κοινωνία καὶ τέλος καταστρέφει τὴν ὑγεία του.
- Ὁ δεύτερος ἀφήνει τὴ νόμιμη σύζυγό του, μπλέκει μὲ ἄλλη γυναίκα, κυλίεται στὸν βόρβορο τῆς ἁμαρτίας, διαλύει τὴν οἰκογένειά του ποὺ εἶναι μιὰ Ἐκκλησία, ἐξευτελίζεται, μπορεῖ νὰ χάσει καὶ τὴ δουλειά του, χωρὶς νὰ κερδίσει ἀπολύτως τίποτε, πέρα ἀπὸ μιὰ πρόκαιρη ἡδονή.
- Ὁ ἄλλος ὑποδουλώνεται στὸ πάθος τῆς χαρτοπαιξίας καὶ τοῦ τζόγου. Ξημερωβραδιάζεται στὶς χαρτοπαικτικὲς λέσχες καὶ στὰ καζίνα, τινάζει στὸν ἀέρα ὅλη τὴν περιουσία, ποὺ μὲ τόσους κόπους ἀπέκτησε αὐτὸς καὶ οἱ γονεῖς του, γυρίζει στοὺς δρόμους σὰν τὸ ἀδέσποτο σκυλί, ἐφ’ ὅσο στὸ σπίτι του κανείς δὲν τὸν θέλει, γίνεται ἕνα ράκος ψυχοσωματικὸ καὶ ὄχι σπάνια ὁδηγεῖται στὴν αὐτοκτονία.
- Τί νὰ ποῦμε γιὰ τοὺς νέους μας, ποὺ σὰν τὸν ἄσωτο υἱὸ σκορπίζουν τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς τους στὰ νυκτερινὰ κέντρα μέχρι τὶς πρωινὲς ὧρες, ξοδεύουν ἄσκοπα τὰ χρήματα ποὺ μὲ τόσους κόπους καὶ στερήσεις τοὺς στέλλουν οἱ γονεῖς τους, παραδίδονται στὸν λευκὸ θάνατο τῶν ναρκωτικῶν ἢ σκοτώνονται μὲ τὰ μηχανάκια;
Ὅλα αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα δείχνουν πόσο μισάνθρωπος καὶ ἀνθρωποκτόνος εἶναι ὁ διάβολος καὶ πόση ζημιὰ κάνει στὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου φθείροντάς τον καὶ διαστρέφοντάς τον.
Ἀδελφοί μου. Ἂς συνέλθουμε. Ἂς μετανοήσουμε. Ὅσοι ἀκοῦμε αὐτὰ τὰ λόγια καὶ βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας αἰχμάλωτο σὲ κάποιο πάθος, ἂς γονατίσουμε, ἂς κλάψουμε καὶ ἂς πάρουμε μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ γενναῖες ἀποφάσεις, πρὶν ἔλθει ἀπροσδόκητα ὁ θάνατος καὶ κόψει τὸ νῆμα τῆς ζωῆς μας.
Ἐλεύθεροι τότε καὶ λυτρωμένοι θὰ ψάλλουμε κι ἐμεῖς στὴν Παναγία: «Χαῖρε ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα».
Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Κ. Χατζηγιάγκου
προϊστάμενος Ἱ. Μητροπ. Ναοῦ
Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης
Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση (1821) καί οἱ ἰδεολογικές ζυμώσεις τοῦ Γένους
Βλασίου Ἰω. Φειδᾶ
Ὁμ. Καθηγητοῦ τοῦ ΕΚΠΑ
- Τό ὅραμα τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ἐπαναστάσεως*
Ἡ Ἐθνεγερσία τοῦ 1821 συνδέθηκε ἄρρηκτα μέ τήν προσδοκία γιά τήν ἀνάκτηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ καταδυναστευμένου ἀπό τή μακραίωνη δουλεία Γένους. Ἕνας λαός ξεχύθηκε αἰφνίδια στά βουνά, στίς πεδιάδες καί στίς θάλασες καί σκούπισε τή γῆ του ἀπό τήν κατασταλαγμένη σκόνη τῆς ἀσιατικῆς βαρβαρότητας. Σέ μιά στιγμή ξύπνησαν λησμονημένες στό χρόνο προσδοκίες, φούντωσαν ξεθωριασμένες ἀπό τά βάσανα ἐλπίδες, ἀναβίωσαν καταπιεσμένες ἀπό τή ντροπή δυνάμεις. Ἔτσι, σέ μία στιγμή ξεσηκώθηκαν ἀπό τήν ταπείνωση οἱ « ραγιάδες», ξαναγεννήθηκαν μέσα στόν τάφο οἱ ἀγωνιστές, ὑψώθηκαν μέ γενναιότητα μπροστά στό βάρβαρο δυνάστη καί κάρφωσαν μέ ὑπερηφάνεια τό σύνθημά τους σέ κάθε γωνιά τῆς ἑλληνικῆς γῆς: « Ἐλευθερία ἤ θάνατος».
Σέ μία στιγμή συνοστίσθηκαν στή σκηνή τῶν ἱστορικῶν πεπρωμένων τοῦ Γένους ἕνα ἄπειρο πλῆθος ἐπώνυμων καί ἀνώνυμων ἀγωνιστῶν τῆς ἐλευθερίας, πού ἔσερναν μέ φλογερό πάθος τόν πυρρίχιο χορό τῶν πανελλήνων κάτω ἀπό τόν ἀντίλαλο τοῦ παιάνα: « Γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς Πατρίδος τήν ἐλευθερία». Ἔτσι, στό ἱερό καί τρελλό αὐτό πανηγύρι τοῦ Ἔθνους ξαναζωντάνεψε τό ὅραμα γιά τόν μαρμαρωμένο βασιλιά, ξαναστέγνωσαν τά δάκρυα στή θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς καί ξανάρχισε ἡ ἀτελείωτη λειτουργία τῆς Ἁγιάς Σοφιᾶς .
Πράγματι, στά πρόσωπα τῶν ἀγωνιστῶν τῆς ἐλευθερίας ἁπλώθηκε μέ μιᾶς τό φῶς τῆς ἐθνικῆς τους αὐτοσυνειδησίας, στήν καρδιά τους χόρευε τρελλό χορό ἡ μεγάλη προσδοκία τοῦ Γένους, στή σκέψη τους σπινθηροβολοῦσε ἡ αἰώνια προγονική κληρονομιά καί στό εἶναι τους ἀκτινοβολοῦσε ἡ ἤρεμη πίστη στον Θεό καί ἡ ἀσίγαστη νοσταλγική πνοή τῆς ἐλευθερίας. Κάθε ἥρωας, πού ἔγινε ἐπώνυμος ἤ ἔμεινε ἀνώνυμος πάνω στή σκηνή τοῦ μεγάλου ἀγώνα, ἐνσάρκωσε μέσα του ὁλόκληρο τό Ἔθνος, ὅπως καί τό ἴδιο τό Ἔθνος ταυτίσθηκε μέ κάθε ἐπώνυμο ἤ ἀνώνυμο ἀγωνιστή τῆς ἐλευθερίας.
Ἡ ταύτιση αὐτή τελεσιουργήθηκε μέ τή μυστική ἐκείνη μυσταγωγία, στή διάρκεια τῆς ὁποίας ὁ κάθε ἀγωνιστής ὑποθήκευσε στόν ἀγώνα ὁλόκληρη τή ζωή του καί σφράγισε τήν πρόθυμη ὑποθήκη μέ τό αἷμα του. Εἶναι λοιπόν κοινό χαρακτηριστικό ὅλων ἐκείνων τῶν γενναίων δημιουργῶν τῆς ἐποποΐας τοῦ 1821 ἡ κοινή ἀντίληψη γιά τόν ἱερό σκοπό τῆς Ἐθνεγερσίας, ἡ κοινή ἀπόφαση γιά τήν ἐλευθερία ἤ τόν θάνατο καί ἡ κοινή πίστη στό Θεό γιά τόν λυτρωμό τοῦ Γένους. Στόν ὑπέρτατο αὐτόν ἀγώνα οἱ ἀγωνιστές τῆς ἐλευθερίας προσέφεραν μέ θαυμαστή γενναιότητα τό αἷμα τους, παραιτήθηκαν μέ ἐκπληκτική γενναιοφροσύνη ἀπό τούς θησαυρούς τόσο τῆς ψυχῆς, ὅσο καί τοῦ μόχθου τους καί ἀποφάσισαν τόν ὑπέρ ὅλων ἀγώνα ἐναντίον τοῦ ἀλλόθρησκου καί βάρβαρου δυνάστη.
Ἡ κίνηση λοιπόν τῶν ἡρώων τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821, ἡ ὁποία ἀναλήφθηκε ἀνάμεσα στά μεταβαλλόμενα μέ ἐκπληκτική ταχύτητα συγκλονιστικά ἱστορικά γεγονότα, εἶναι μεγαλειώδης στήν ἁπλότητά της καί μοναδική σέ ἀποφασιστικότητα. Πράγματι, χωρίς καμμία σωβινιστική προδιάθεση, ἡ κίνηση αὐτή διέσπασε τά ὅρια τοῦ παραλόγου καί μετεωρίσθηκε στά ὅρια τοῦ θαύματος. Ἔτσι, ἕνας ξένος ἱστορικός παρατήρησε, μέ χαρακτηριστική μάλιστα σαφήνεια, ὅτι « τά τῆς Ἐλληνικῆς Ἐπαναστάσεως εἶναι θαυμασμοῦ ἄξια, ἀλλ ᾿ ἔχουσι μίαν ἔλλειψιν: ὅτι εἶναι οὕτω μεγάλα, ὥστε δέν θέλουσι πιστευθῆ ὑπό τῶν μεταγενεστέρων».
Στήν σύντομη αὐτή Ὁμιλία μου δέν προτίθεμαι νά ὑμνήσω τό σπουδαῖο αὐτό γεγονός, γιατί κύριος σκοπός μου εἶναι νά ἀναλύσω τά πρόσωπα, τά ὁποῖα πού τό δημιούργησαν μέ μοναδική γενναιότητα καί μεγάλη αὐτοθυσία. Ποῖος λοιπόν εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀνθρώπου πού διαμορφώθηκε στήν ἑλληνική κοινωνία κατά τήν προεπαναστατική περίοδο καί πῶς ὁ τύπος αὐτός ταυτίσθηκε μέ τόν ἥρωα τοῦ 1821; Ποῖες εἶναι οἱ ἰδεολογικές ζυμώσεις τῆς ἐποχῆς πού καλλιέργησαν καί διαμόρφωσαν τόν ἀγωνιστή ἐκεῖνο τῆς ἐλευθερίας; Πῶς ἀπό τόν ραγιά τεσσάρων αἰώνων γεννήθηκε ὁ μυθικός ἥρωας τῆς ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας;
Εἶναι εὐρύτερα γνωστόν ὅτι ὁ τύπος τοῦ ἀνθρώπου τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἔχει παραμορφωθεῖ ἀπό τίς ἰδεολογικές προλήψεις ἤ καί προκαταλήψεις τῶν ἐρευνητῶν, οἱ ὁποῖοι, στήν προσπάθειά τους νά πετύχουν μία σύμφωνη μέ τήν ἰδεολογία τους ἑρμηνεία τῶν γεγονότων, συσκότισαν τή σκηνή τοῦ ἡρωικοῦ ἀγώνα καί κακοποίησαν τούς ἀνθρώπινους χαρακτῆρες. Πράγματι, τά πρόσωπα τῶν ἡρώων τοῦ 1821 διαχωρίσθηκαν αὐθαίρετα σέ ὀμάδες γιά νά ὑπηρετήσουν, ὡς ἕνα ἁπλό ὑπόβαθρο , τίς ἱστορικά ἀβάσιμες ἤ καί ἀντιφατικές θεωρίες τῶν διαφόρων ἰδεολογιῶν τῆς ἐποχῆς. Ὑπό τό πρίσμα αὐτό τῶν ἰδεολογικῶν αὐθαιρεσιῶν παραποιήθηκε, προκλητικά πολλές φορές ὄχι μόνο ἡ δομή καί ἡ ἀξία τῶν γεγονότων, ἀλλά καί ἡ καθολικότητα τῆς συγκλονιστικῆς ἐκείνης μυσταγωγίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ στον ναό τῆς ἐλευθερίας.
Ἔτσι, ἀναζητήθηκε μία ἐπίδραση ξένων προτύπων, ὅπως λ.χ. τῆς κοινωνικῆς Ἐπανάστασης στή Γαλλία (1789), ἐνῶ προβλήθηκε καί ἡ ἀνάγκη γιά τήν ἀναγέννηση τῆς παιδείας τοῦ Γένους, μέ βάση τίς νέες ἰδέες τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ, ἰδιαίτερα δέ τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ, ὁ ὁποῖος θα ἐξουδετέρωνε τή σκοταδιστική δῆθεν μεσαιωνική παιδεία τοῦ Γένους γιά νά κηρυχθεῖ ἡ Ἐπανάσταση. Ὑποστηρίχθηκε ἐπίσης ἡ μέσα ἀπό τήν ἀναγέννηση τῆς παιδείας ἀποδυνάμωση τῶν παραδοσιακῶν ἐθνικῶν θεσμῶν, ὅπως ἡ Ἐκκλησία , ὁ Κλῆρος, ἡ τοπική διοίκηση κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι δῆθεν δέν ἐπιθυμοῦσαν τήν Ἐπανάσταση ἤ « ὑπηρετοῦσαν τόν ἀσιάτη δυνάστη» κ.ἄ.
Κοινό ὅμως στοιχεῖο ὅλων τῶν τάσεων αὐτῶν στήν ἔρευνα εἶναι ἡ συνειδητή ἤ ἀσύνειδη ἀναφορά τῆς ἐθνικῆς ἐξεργέσεως τοῦ 1821 στήν ἀνάγκη τόσο γιά τή μόρφωση τοῦ Γένους, ἤτοι μέ τίς νέες ἰδέες τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὅσο καί γιά τή διαμόρφωση, μέ βάση τίς ἰδέες αὐτές, μέσα ἀπό τήν παιδεία ἑνός νέου τύπου ἀνθρώπου στόν Ἑλληνισμό κατά τήν προεπαναστατική περίοδο. Ὁ νέος τύπος ἀνθρώπου , γαλουχημένος μέ τίς νέες ἰδέες τῶν διαφωτιστῶν τῆς Δύσης γιά τήν ἐλευθερία, εἶναι δῆθεν ἐκεῖνος πού ξεσηκώθηκε, προετοίμασε καί πραγματοποίησε τήν ἐθνική προσδοκία.
Σύμφωνα ὅμως μέ τή θεώρηση αὐτή ὁ νέος τύπος ἀνθρώπου τοῦ προεπαναστατικοῦ Ἑλληνισμοῦ ἦταν ἀναγκασμένος νά ἀπορρίψει τίς σχέσεις του μέ τούς προϋπάρχοντες καθιερωμένους ἐθνικούς θεσμούς, νά διαλύσει τίς παραδοσιακές δομές τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς τοῦ Γένους καί νά ἀναδομήσει πάνω σέ νέα ἰδεολογικά ἤ ἀνθρωπολογικά πρότυπα μία νέα κοινωνία μέ μία νέα ἀντίληψη γιά τόν ἄνθρωπο καί γιά τήν ἀποστολή του.
Ὡστόσο, στή συνάφεια αὐτή νομίζουμε ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ διευκρίνηση: α) ὅτι ὁ ἐθνικοαπελευθερωτικός ἀγώνας τοῦ 1821 πολύ λίγα στοιχεῖα μποροῦσε νά ἀντλήσει ἀπό τή Γαλλική Ἐπανάσταση (1789), ἡ ὁποία περιορίσθηκε οὐσιαστικά τόσο στήν ἐσωτερική κοινωνική ἀναδόμηση, ὅσο καί στήν κατοχύρωση τῶν δικαιωμάτων τοῦ λαοῦ καί τῶν πολιτῶν ἔναντι τῆς δυναστικῆς καταπιέσεως τῶν ἀρχουσῶν τάξεων, καί β) ὅτι ὁ δυτικοευρωπαϊκός Διαφωτισμός , ἐπιδιώκοντας τήν ἀναστοιχείωση τῶν ἀρχῶν τῆς βιοθεωρίας καί τῆς κοσμοθεωρίας τοῦ προτεινόμενου αὐτόνομου ἀνθρώπου τοῦ 18ου αἰώνα, δέν ἦταν ἕνα ἀδιάφορο πνευματικό ρεῦμα γιά τήν παιδεία τοῦ Ἔθνους, ἔστω καί ἄν οἱ ἄκριτες προεκτάσεις τους γιά τήν ἑρμηνεία τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821 ἦσαν ἱστορικά ὑποθετικές ἤ καί ἀστήρικτες.
- Ὁ ρόλος τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ
Ὁ δυτικοευρωπαϊκός λοιπόν Διαφωτισμός, πού πέρασε μέ τό ἔνδυμα τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ στούς λογίους κύκλους τοῦ Γένους ἀπό τά μέσα ἤδη τοῦ 18ου αἰώνα, προκάλεσε ἀναντίρρητα πολλές καί σημαντικές ἰδεολογικές ζυμώσεις σέ στενό ἤ καί σέ εὐρύτερο κύκλο λογίων καί δέν ἄφησε ἀνεπηρέαστους πολλούς ἀπό τούς φωτισμένους ἐκπροσώπους τοῦ Ἔθνους. Ἄλλωστε, εἶναι γενικότερα γνωστό, ὅτι μέχρι τά μέσα σχεδόν τοῦ 18ου αἰώνα κύριος φορέας τῆς παιδείας καί τῶν πνευματικῶν ζυμώσεων τοῦ Ἔθνους ὑπῆρξε ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀφ ᾿ ἑνός μέν εἶχε πετύχει ἀπό τή βυζαντινή ἤδη περίοδο μία ἁρμονική καί ἰσόρροπη σύνθεση τῆς θεολογικῆς της διδασκαλίας μέ τήν κλασική παράδοση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί διανοήσεως, ἀφ ᾿ ἑτέρου δέ καί εἶχε ἤδη διαμορφώσει ὄχι μόνο ἕνα σταθερό παιδευτικό ἰδεῶδες , ἀλλά καί ἕνα ἰδανικό τύπο χριστιανοῦ ἀνθρώπου , ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε σέ βασικό κύτταρο τῶν δομῶν τῆς κοινωνίας τοῦ ἑλληνικοῦ καί γενικότερα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.
Οἱ θεμελιώδεις λοιπόν ἀρχές τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας εἶχαν βαθύτατα διαποτισθεῖ ἀπό τίς ἀνθρωπολογικές ἀντιλήψεις τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί διανοήσεως, ἡ δέ σύνθεση αὐτή εἶχε ἤδη δοκιμασθεῖ γιά πολλούς αἰῶνες στήν ἐκπαιδευτική διαδικασία τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου. Τό ἐκπαιδευτικό αὐτό πρότυπο γιά τή δομή τοῦ χριστιανικοῦ ἀνθρώπου ἔθεσε ἡ Ἐκκλησία ὡς βάση τῆς παιδείας τοῦ δούλου Γένους καί κατά τή σκοτεινή περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Ἡ σύνθεση αὐτή τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν κλασική ἑλληνική διανόηση, ἡ ὁποία καθιερώθηκε μετά ἀπό μακραίωνους πνευματικούς ἀγῶνες στό Βυζάντιο, θεμελιώθηκε στή δημιουργική, ἀλληλέγγυα, ἰσόρροπη καί γόνιμη ἀφομοίωση τῆς ἀνθρωπολογίας καί τῆς κοσμολογίας τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητας ἀπό τή θεολογία τῶν ἐγκρίτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι, χάρη στή σύνθεση αὐτή, ἡ κλασική ἑλληνική φιλοσοφία καί διανόηση παρέμεινε πάντοτε ἕνα ὀργανικό στοιχεῖο τῆς παιδείας τοῦ Ἔθνους, ἡ ὁποία, ἀνάλογα πάντοτε μέ τίς εὐαισθησίες του καί τά αἰτήματα κάθε ἐποχῆς, στηρίχθηκε ἄλλοτε στήν πλατωνική φιλοσοφία καί ἄλλοτε στόν ἀριστοτελισμό . Ὡστόσο, στή σκοτεινή περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ἡ προτίμηση ἔκλινε ὑπέρ τοῦ ἀριστοτελισμοῦ, γι ᾿ αὐτό καί ἡ ὀργανωμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία παιδεία τοῦ δούλου Γένους στηρίχθηκε εὐρύτερα στό φιλοσοφικό αὐτό σύστημα, χωρίς ὅμως νά παραγκωνισθεῖ πλήρως καί ἡ πλατωνική φιλοσοφία. Συνεπῶς, μέ βάση τή δομή αὐτή τῆς παιδείας, ξεπεράσθηκε ἡ κρίσιμη περίοδος τοῦ 15ου καί τοῦ 16ου αἰώνα, θεμελιώθηκε δέ ἡ πληρέστερη ἀναδιοργάνωση τῆς ἐκπαιδεύσεως κατά τόν 17ο αἰώνα καί ἀποκαταστάθηκε κατά τόν 18ο αἰώνα τό σταθερό παιδευτικό ἰδεῶδες τοῦ χριστιανοῦ ἀνθρώπου στίς κοινωνικές δομές τοῦ Ἔθνους καί στήν παιδεία του.
Στήν κρίσιμη λοιπόν αὐτή ἐποχή ἡ συρρικνωμένη παιδεία τοῦ δούλου Γένους συναντήθηκε μέ τήν πρόκληση τῶν ἀρχῶν τοῦ δυτικοεὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, χάρη στή δραστηριότητα τῶν ἑλλήνων λογίων τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς διασπορᾶς, τῶν ἑλλήνων σπουδαστῶν στά πανεπιστήμια τῆς Δύσης καί τῶν πολυπραγμόνων καί φιλογενῶν πλουσίων ἐμπόρων τοῦ Γένους, οἱ ὁποῖοι ἔδειχναν ξεχωριστό ἐνδιαφέρον καί γιά τόν ἐκσυγχρονισμό τῆς παιδείας τοῦ δούλου Γένους. Ἡ γνωστή ὅμως πολυμορφία στίς ἐκφάνσεις τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ προσέφερε στούς ὁραματιστές τῆς ἀναγεννήσεως τῆς ἐθνικῆς παιδείας τήν ἰδέα τῆς διακριτικῆς ἀποδοχῆς τῶν προτύπων τῆς Δύσεως, τά ὁποῖα παρεῖχαν πολλές ἐναλλακτικές δυνατότητες προσαρμογῆς τους τόσο στίς εὐαισθησίες, ὅσο καί στά παραδοσιακά κριτήρια τοῦ Γένους.
Ἀδιάφορα ὅμως ἀπό τίς ἀκραῖες ἤ καί τίς μετριοπαθεῖς μορφές ἐκφράσεως τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, ἡ συνάντηση τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ πνευματικοῦ ρεύματος μέ τήν παιδεία τοῦ Γένους λειτούργησε ὡς ἕνας καταλύτης τῶν μακραίωνων καί παραδοσιακῶν θεσμῶν καί δομῶν τῆς πνευματικῆς κληρονομίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἰδιαίτερα δέ στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες, στίς ὁποῖες ἡ ἐξάρτηση ἀπό τόν γαλλικό Διαφωτισμό προσλάμβανε ἕνα πάγιο ἀνατρεπτικό χαρακτήρα ἤ καί ἕνα σαφῆ ἀθεϊστικό οἶστρο, με ἀρνητικές μάλιστα συνέπειες στήν ἀποστολή τόσο τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καί τῆς παιδείας.
Ὁ δυτικός λοιπόν Διαφωτισμός ἀναδύθηκε, ὅπως εἶναι γνωστόν, τόσο ἀπό τήν πάλη τοῦ ὀρθολογισμοῦ ἐναντίον τῆς « σχολαστικῆς» θεολογίας καί τῆς κλασικῆς φιλοσοφίας, ὅσο καί ἀπό τή ριζική ἀμφισβήτηση τῆς μορφῆς καί τοῦ περιεχομένου τοῦ παραδοσιακοῦ μεταφυσικοῦ προβληματισμοῦ στό περί Θεοῦ ἐρώτημα . Ἡ πάλη αὐτή θεμελιώθηκε στή φιλοσοφία τοῦ γάλλου φιλοσόφου καί μαθηματικοῦ Καρτέσιου ( R . Descartes ), ὁ ὁποῖος θεώρησε ὡς κύριο θεμέλιο τῆς ἀλήθειας τήν ἀπόδειξη καί τή σκέψη καί τήν ἐλευθερία τοῦ σκεπτόμενου ἀνθρώπου ( cogito ergo sum ), γι ᾿ αὐτό ἀνέπτυξε μία μηχανιστική καί ἀνθρωποκεντρική θεώρηση τοῦ κόσμου. Σύμφωνα μέ ἀυτή, ὅλα τά φυσικά φαινόμενα μποροῦν νά ἐξηγηθοῦν, ἄν ἀναχθοῦν στήν ὕλη, τήν κίνηση καί τοῦς νόμους πού τά διέπουν.
Στό τέλος ὅμως τοῦ 17ου αἰώνα ὁ βρετανικός Δεϊσμός καί Ἐμπειρισμός προώθησαν τίς βασικές αὐτές θέσεις. Ὁ J . Locke διατύπωσε τήν ὑπόθεση ὡς πρός τό ἄν « ἡ παντοδυναμία δέν ἔχει προικίσει ὁρισμένα συστήματα ὕλης κατάλληλα προδιατεθειμένα μέ μία δύναμη τοῦ ἀντιλαμβάνεσθαι καί τοῦ σκέπτεσθαι». Τήν ὑπόθεση αὐτή μετασχημάτισε σέ κατηγορηματική πρόταση ὁ κορυφαῖος ἐκπρόσωπος τοῦ Διαφωτισμοῦ Βολταῖρος, ὁ ὁποῖος ὑποστήριξε τήν αὐτάρκεια καί τό ἔμψυχο τῆς ὕλης . Στίς παραδοχές αὐτές καλλιεργήθηκαν οἱ νέες ἰδέες ἀπό τούς γάλλους Ἐγκυκλοπαιδιστές καί ἀπό τούς βρετανούς Ἐμπειριστές , οἱ ὁποῖοι σύνδεσαν ἄρρηκτα τό πνευματικό ρεῦμα τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ μέ ἕνα θεωρητικό ἀθεϊσμό. Ὁ συνδυασμός λοιπόν τῆς καρτεσιανῆς μηχανοκρατικῆς ἀντιλήψεως τοῦ κόσμου μέ τόν Δεϊσμό καί τόν Ἐμπειρισμό ἔγιναν ἡ βάση ἑνός ἀθεϊστικοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ .
Στον ἄξονα αὐτό κινήθηκε καί ὁ ἰδεαλιστικός γερμανικός Διαφωτισμός , ὁ ὁποῖος ὑποστήριξε τόσο τήν ἀναγκαιότητα τοῦ ὀρθοῦ λόγου, ὅσο καί τήν αὐτάρκεια τῆς φύσης, ἀποκρούοντας κάθε ἔννοια θείας ὑπερβατικότητας. Ὡστόσο, ὁ Fichte θεώρησε τό Θεό, μέσα στά πλαίσια αὐτά, ὡς μία ἁπλῆ, ἐνεργητική καί ἡθική κοσμική εὐταξία, γι ᾿ αὐτό κατηγορήθηκε ὡς ἀθεϊστής καί ἀπολύθηκε ἀπό τό πανεπιστήμιο τῆς Ἰένας (1799). Μετριοπαθέστερος ὅμως ἦταν ὁ ἀθεϊσμός τῶν φιλοσόφων τοῦ ὑπερβατικοῦ ἰδεαλισμοῦ ( Jacobi , Schelling , Hegel κ.ἄ.). Ὁ Fr . Schleiermacher συνόψισε τήν πνευματική πορεία τοῦ λουθηρανικοῦ γερμανικοῦ Ἰδεαλισμοῦ στήν πρόταση ὅτι « δέν ὑπάρχει Θεός χωρίς κόσμο, ὅπως ἀκριβῶς δέν ὑπάρχει καί κόσμος χωρίς Θεό». Ἡ πρόταση αὐτή κατέληξε ἀφ ᾿ ἑνός μέν στόν ἐξανθρωπισμό τοῦ Θεοῦ καί στή μετατροπή τῆς θεολογίας σέ ἀνθρωπολογία ( Feuerbach ), ἀφ ᾿ ἑτέρου δέ στήν ἀνάγκη τοῦ « θανάτου τοῦ Θεοῦ» γιά νά μπορέσει νά γεννηθεῖ ὁ « ὑπεράνθρωπος» ( Nietzsche ).
Ὁ δυτικοευρωπαϊκός λοιπόν Διαφωτισμός, ἀφοῦ ξεπέρασε τόν κοσμολογικό χαρακτήρα τῆς Ἀναγεννήσεως καί τόν ἠθικό πρακτικό χαρακτήρα τοῦ Δεϊσμοῦ, προσέλαβε ἕναν ἀπόλυτο ἀνθρωπολογικό χαρακτήρα καί προέβαλε τήν ἰδεολογική βάση μιᾶς νέας βιοθεωρίας καί κοσμοθεωρίας, ἡ ὁποία εἶχε μέν ὡς κέντρο καί ἀπόλυτο μέγεθος τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τήν ἀπόρριψη κάθε ὑπερβατικοῦ Θεοῦ καί κάθε σχέσεώς του μέ τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο. Εἶναι λοιπόν εὐνόητον, ὅτι ἡ πορεία τοῦ ἀθεϊστικοῦ Διαφωτισμοῦ ὁδήγησε στήν διαμόρφωση ἑνός νέου ἀνθρωποειδώλου , ἀπαλλαγμένου ἀπό τά προγενέστερα παραδοσιακά σχήματα τῆς χριστιανικῆς βιοθεωρίας καί τῆς κλασικῆς λογικῆς τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας.
Ἡ ἀπόρριψη ὅμως τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν κόσμο συνεπαγόταν τήν ἀναδόμηση τῆς κοινωνίας σέ νέες βάσεις, στίς ὁποῖες δέν εἶχαν πλέον ὀργανική ἤ θεσμική θέση οἱ φορεῖς τῆς παλαιότερης χριστιανικῆς βιοθεωρίας καί κοσμοθεωρίας. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία καί ὁ Κλῆρος θεωρήθηκαν ἀπό τούς ἐκπροσώπους τῶν νέων ἰδεῶν ὡς οἱ κυριώτερες ἀπό τίς βασικές μορφές συντηρήσεως τῶν δομῶν μιᾶς παρωχημένης πλέον θεοκεντρικῆς σκοταδιστικῆς καί ἀπορριπτέας κοινωνίας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, σέ τελευταία ἀνάλυση ὁ θεωρητικός ἀθεϊστικός γαλλικός Διαφωτισμός κατέληξε σέ μία βίαιη πρακτική πολεμικῆς ἐναντίον ὅλων τῶν προγενέστερων παραδοσιακῶν θεσμῶν, ἰδιαίτερα δέ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κλήρου.
- Ὁ ρόλος τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ.
Ὁ ἑλληνικός Διαφωτισμός τοῦ 18ου αἰώνα, ὁ ὁποῖος διαμορφώθηκε ἐπιλεκτικά καί μέ διακριτική μετριοπάθεια ἐπάνω στίς βάσεις τῶν ἀρχῶν τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ , δέν ἀπέφυγε πλήρως τίς ἀκραῖες αὐτές προεκτάσεις τῆς θεωρητικῆς δομῆς τοῦ ἰδεολογικοῦ συστήματος τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀλλ ᾿ ὅμως δέν μεταφύτευσε αὐτούσιο τό δυτικό σύστημα στά δικά του πεδία, γιά νά ἀποφύγει μία βίαιη σύγκρουση μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ ἑλληνικός λοιπόν Διαφωτισμός, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπό τούς κυριωτέρους ἐκπροσώπους του, τόν Βούλγαρη , τόν Καταρτζῆ , τόν Μοισιόδακα , τόν Βενιαμίν τόν Λέσβιο , τόν Ψαλίδα καί ἰδιαίτερα τόν Κοραῆ , ἀναζήτησε μία ἰδιότυπη καί μετριοπαθῆ σύνθεση τῶν νέων ἰδεῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ μέ τίς καθαρμένες ἀπό κάθε δεισιδαιμονική ἐπιρροή παραδοσιακές ἰδέες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἤτοι χωρίς μία βίαιη ἀνατροπή τῶν παλαιῶν θεσμῶν καί χωρίς μία αὐθαίρετη γενίκευση στήν ἀπόρριψη τῶν δομῶν τοῦ Γένους.
Ἡ ἐκσυχρονισμένη ἑρμηνεία τοῦ Χριστιανισμοῦ, μέ βάση τά νέα δεδομένα τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ καί μέ μία ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν ἠθικοπρακτική του προοπτική, προσέφερε τή δυνατότητα προσλήψεως καί προβολῆς τῶν νέων ἰδεῶν μέ κύριο γνώμονα παραδοσιακές ἐπιλογές. Ἡ μετριοπάθεια ὅμως αὐτή τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν δέν πρέπει νά θεωρηθεῖ ἄσχετη πρός τίς ἤδη διαπιστωμένες βίαιες ἀντιδράσεις συντηρητικῶν κυρίως κύκλων, οἱ ὁποῖοι θα μποροῦσαν νά προκαλέσουν συγκεκριμένες ἀντικειμενικές δυσχέρειες γιά τήν ἐπιβολή τους:
Πρῶτον , οἱ ἴδιοι οἱ ἐπώνυμοι ἕλληνες διαφωτιστές, οἱ ὁποῖοι προέρχονταν ἀπό τίς τάξεις τοῦ ὀρθόδοξου Κλήρου, δέν εἶχαν χειραφετηθεῖ πλήρως ἀπό τίς συντηρητικές ἀρχές τῆς ὀρθόδοξης παραδόσεως στούς χαλεπούς καιρούς τῆς μεταβυζαντινῆς περιοόδου.
Δεύτερον , τό ἑλληνικό Ἔθνος δέν ἦταν ἀκόμη πνευματικά ὥριμο γιά νά ἀφομοιώσει τίς ἀρχές τοῦ νέου ἰδεολογικοῦ συστήματος τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ , γιατί ἦταν ἐμπερίστατο σέ μία μακροχρόνια σκοτεινή περίοδο, ὑπό ἀλλόθρησκο μάλιστα κατακτητή, καί δέ εἶχε περάσει ἀπό τήν περίοδο τῆς κοσμοκεντρικῆς Ἀναγεννήσεως καί τοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ Οὑμανισμοῦ τῆς Δύσεως, κατά τήν ὁποία ἀποδυναμώθηκε ἡ θρησκευτική εὐαισθησία τῶν λαῶν τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ κόσμου.
Τρίτον , ἡ καθιερωμένη εἰδικότερη πνευματική σχέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τό ἐμπερίστατο ὑπόδουλο Γένος δέν ἦταν σχέση ἀντιθετική , ὅπως ἦταν ἡ σχέση τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας μέ τίς δυτικές κοινωνίες, ἡ ὁποία μάλιστα τονίσθηκε μέ ἰδιαίτερη ἔνταση μετά τή διάσπαση τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ κόσμου ἀπό τήν προτεσταντική Μεταρρύθμιση τοῦ ΙΣΤ ΄ αἰῶνος.
Τέταρτον , ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία συντηροῦσε τήν παιδεία τοῦ Γένους τόσο στή βυζαντινή, ὅσο καί στή μεταβυζαντινή περίοδο, εἶχε ὐπό τήν ἄμεση ἐποπτεία καί ὑπό τόν εὐνόητο ἔλεγχό της ὁλόκληρο τό ἐκπαιδευτικό σύστημα τῆς ἐποχῆς, γι ᾿ αὐτό, παρά τή μετριοπαθῆ της στάση τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν ἔναντι τῶν νέων ἰδεῶν τοῦ ἀθεϊστικοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ , δέν θα ἐπέτρεπε μία ἄκριτη ἤ ἀνεξέλεγκτη ἐλεύθερη διάδοση τῶν ἀκραίων θέσεών του καί στά ἐκπαιδευτικά της ἱδρύματα.
Πέμπτον , οἱ προτεινόμενες ἀπό τούς ἕλληνες διαφωτιστές νέες ἰδέες τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ εἶχαν τό μειονέκτημα ὅτι δέν ἀνάβλυσαν ἀπό τίς ἐσωτερικές πνευματικές ὠδίνες τῆς πλούσιας πνευματικῆς κληρονομιᾶς τοῦ Ἑλληνισμοῦ, γι ᾿ αὐτό θεωρήθηκαν ὡς ὕποπτες, γιατί ἦσαν « ξενόφερτες». Ἄλλωστε, οἱ νέες ἰδέες ἀφ ᾿ ἑνός μέν προβλημάτιζαν τόν δημόσιο καί τόν ἰδιωτικό βίο τοῦ λαοῦ κυρίως μέ τά κηρυσσόμενα ἐλευθεριάζοντα ἤθη, ἀφ ᾿ ἑτέρου δέ προκαλοῦσαν ἀντιδράσεις μέ τήν προσβλητική ἀπαξίωση τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων καί ἐθίμων τοῦ λαοῦ, καί
Ἕκτον , ὁ γαλλικός Διαφωτισμός καί οἱ ἕλληνες διαφωτιστές ἐπιδίωξαν τήν ὑπέρβαση τοῦ δογματικοῦ ἀριστοτελισμοῦ καί τήν ὑποκατάστασή του στή διανόηση καί στήν παιδεία μέ τόν ὀρθολογισμό τῶν νέων ἰδεῶν τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ καί τῶν νέων φιλοσόφων τῆς Δύσεως. Ὡστόσο, τό γεγονός αὐτό προκάλεσε τήν ἀντίδραση ἑνός εὐρύτατου κύκλου ἑλλήνων λογίων καί στοιχειοθέτησε μία ὀξύτατη διαμάχη στόν χῶρο τῆς παιδείας μεταξύ τῶν διαφωτιστῶν καί τῶν ἀριστοτελικῶν στήν προεπαναστατική περίοδο.
Βεβαίως, οἱ ἕλληνες διαφωτιστές μπορεῖ νά μή ὑποστήριξαν συστηματικά τήν προτεραιότητα τῆς Φύσεως ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἤ τήν ἀπόρριψη κάθε ὑπερβατικοῦ στοιχείου στή βιοθεωρία καί τήν κοσμοθεωρία τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς, ἀλλ ᾿ ὅμως εἶχαν ὁπωσδήποτε κληρονομήσει τήν τάση τοῦ ὑποβιβασμοῦ ἤ καί τοῦ παραμερισμοῦ τῆς παραδοσιακῆς χριστιανικῆς θεολογικῆς μεταφυσικῆς γιά τήν προώθηση τῶν νέων ἰδεῶν του. Ἡ σύνδεση λοιπόν τῆς ἐκκοσμικευμένης φιλοσοφικῆς θεωρίας τῶν γάλλων διαφωτιστῶν μέ τήν κοινωνική πράξη προσέλαβε μία γενικότερη μορφή, μέ τήν ἄκριτη μάλιστα ὑποστήριξη καί τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. Συνεπῶς, οἱ δικές τους ἐπιλογές γιά τήν παραδοσιακή χριστιανική μεταφυσική ἦσαν εἴτε ἀδιάφορες ἤ καί ἐχθρικές, ἀφοῦ ἔτειναν νά καλύψουν τόν καθ ᾿ ὅλου δημόσιο καί ἰδιωτικό βίο τοῦ ἀνθρώπου , νά φρονηματίσουν μία ἀπείθαρχη κοινωνία καί νά μεταρρυθμίσουν ὅλες τίς παραδοσιακές θεσμικές δομές ἤ ἐκφράσεις της.
Ἡ ἀντίληψη λοιπόν τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν ὅτι ἡ κύρια λειτουργία τοῦ φιλοσοφικοῦ λόγου ἦταν ἡ αὐστηρή κριτική τῆς πράξης τοῦ ἀτόμου ἤ τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου, μέ βάση ὅμως τίς ἐκκοσμικευμένες ἠθικοκοινωνικές καί θεωρητικές ἀρχές τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ , ἔκανε ἀδιόρατα τά διαχωριστικά ὅρια ἀνάμεσα στή φιλοσοφία τῶν νέων φιλοσόφων καί στήν κρατική ἰδεολογική προπαγάνδα . Μέσα ἀπό τήν παραδοχή αὐτή ὁ γαλλικός Διαφωτισμός ἐπιδίωξε νά γίνει ἕνα ὄργανο γενικῆς παιδείας καί κοσμοθεωριακό της θεμέλιο γιά τήν ἐπιβολή τοῦ αὐτόνομου καί λογοκρατούμενου ἀνθρωποειδώλου τῶν διαφωτιστῶν σέ ὅλους τούς χριστιανικούς λαούς.
Ὡστόσο, ὁ ἀναπροσανατολισμός αὐτός τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ τῆς Δύσεως, ὁ ὁποῖος ἔφερε τούς ἕλληνες διαφωτιστές σέ μία εὐθεία σύγκρουση μέ τούς ἀριστοτελιστές φιλοσόφους στόν χῶρο τῆς παιδείας, γι ᾿ αὐτό δέν ἄφησε ἀδιάφορη τήν ὀρθόδοξη θεολογία, ἀφοῦ ἡ ὅλη δομή τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ ἦταν ὄχι μόνο κριτική , ἀλλά πολλές φορές καί ἐχθρική πρός τό παραδοσιακό πρότυπο τοῦ χριστιανοῦ ἀνθρώπου τόσο τῆς κλασσικῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ὅσο καί τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Εἶναι ὅμως ἀναντίρρητον, ὅτι μέ τόν ἐκκοσμικευμένο γαλλικό Διαφωτισμό δύο ἑτερόκεντροι κόσμοι εὑρίσκοντο σέ μία διαλεκτική ἀντιπαράθεση μέ ἀπώτερο σκοπό τήν ἐπιβολή τοῦ ἑνός ἐπί τοῦ ἄλλου.
Οἱ δυσχέρειες λοιπόν τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν νά ἐπιβάλουν στήν παιδεία καί στήν κοινωνία τοῦ δοκιμαζόμενου δούλου Γένους τό βιοθεωριακό καί κοσμοθεωριακό σύστημα τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ μέ τήν ἴδια ἄνεση, μέ τήν ὁποία πέτυχαν οἱ δυτικοευρωπαῖοι διαφωτιστές νά περάσουν τίς ἀρχές τους στή δυτική κοινωνία καί παιδεία, ἦσαν ἀναπόφευκτες. Ὡστόσο, προκάλεσαν πολλές φορές τήν προκλητική ἔκρηξη καί μερικῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κλήρου, ἀφοῦ οἱ ἐκπρόσωποί τους θεωρήθηκαν ἀνασχετικές ἤ καί ἐχθρικές δυνάμεις σέ κάθε νεωτεριστική κίνηση. Τίς ἀκραῖες αὐτές ἐκδηλώσεις τοῦ ἑλληνικοῦ Διαφωτισμοῦ ἐκφράζουν τά γνωστά στήν πολεμική γραμματεία τῆς ἐποχῆς σημαντικά σχετικά κείμενα, ὅπως ἡ Ἑλληνική Νομαρχία, ὁ Ρωσσοαγγλογάλλος, ὁ Ἀνώνυμος τοῦ 1789 κ. ἄ.
Πράγματι, κοινά στοιχεῖα καί τῶν τριῶν αὐτῶν ἔργων εἶναι ὅτι: α) εἶναι πολεμικά καί σέ πολλές περιπτώσεις ἀστήρικτα καί προκλητικά Λιβελλογραφήματα ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κλήρου, β) ἔχουν ὡς κύρια πρότυπα ὄχι μόνο στή δομή τους, ἀλλά καί στό περιεχόμενο, ἐπιλεγμένες ξένες ἀκραῖες περιπτώσεις, οἱ ὁποῖες χρησιμοποιήθηκαν σέ ὅλες σχεδόν τίς μορφές τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, γ) καλύπτονται πάντοτε, γιά προφανῶς εὐνόητους λόγους , ἀπό τήν ἀνωνυμία τῶν συγγραφέων τους γιά νά μήν συνδεθοῦν καί ἐπικριθοῦν τά πρόσωπά τους γιά τό ἀβάσιμο ἤ πλασματικό περιεχόμενο τῶν κειμένων τους ἀπό τήν κοινωνία, δ) ἔχουν ὡς κύριο καί κοινό στόχο τόσο τήν κατασπίλωση τοῦ Κλήρου καί τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καί τήν ἐξουδετέρωση τῆς παραδοσιακῆς ἐπιρροῆς τους στήν κοινωνία τοῦ δούλου Γένους, ε) ἐπιδίωκαν γενικώτερα τήν ἀποθεσμοποίηση τοῦ δημόσιου ἐθνικοῦ βίου, σύμφωνα μέ τίς ἀναζητήσεις τοῦ ἀθεϊστικοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ , ἀξιοποιώντας τή δυσφορία τόσο γιά τίς πραγματικές ἤ ὑποθετικές, μερικές ἤ γενικώτερες καταχρήσεις κορυφαίων κυρίως ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν λογίων Φαναριωτῶν, τῆς Κοινοτικῆς διοίκησης τοῦ δούλου Γένους κ.ἄ.
Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, ὁ λόγος , ὁ ἀντίλογος καί ὁ διάλογος τῶν ποικίλων καί ἀντιφατικῶν πνευματικῶν, φιλοσοφικῶν καί ἰδεολογικῶν αὐτῶν τάσεων στίς παραμονές τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821 προσέφεραν μία ἀξιόλογη εἰκόνα τῶν σημαντικῶν πολύπτυχων ἰδεολογικῶν ζυμώσεων τοῦ Γένους. Στίς ἰδεολογικές αὐτές ζυμώσεις ἀντιπαρατάχθηκαν βασικά ὁ μετριοπαθής καί προσαρμοσμένος στήν ἑλληνική πραγματικότητα ἑλληνικός Διαφωτισμός , ὁ ἀμιγής ἀθεϊστικός γαλλικός Διαφωτισμός τῆς Δύσεως, ἡ παραδοσιακή κλασική φιλοσοφία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μέ κύριους ἐκπροσώπους της τόν ἀριστοτελισμό καί τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ δύο πρῶτες τάσεις, δηλαδή ὁ ἑλληνικός καί ὁ ἀθεϊστικός Διαφωτισμός , ἀναζητοῦσαν τήν ὑποκατάσταση τῆς βιοθεωρίας καί τῆς κοσμοθεωρίας τοῦ ἐμπερίστατου δούλου Γένους, οἱ ὁποῖες εἶχαν στηριχθεῖ στήν ἁρμονική σύνθεση τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας μέ τή χριστιανική θεολογία, τῶν δύο τελευταίων δηλαδή τάσεων. Πράγματι, γιά τούς λόγους, πού ἤδη ἀναφέραμε, ὁ ἀθεϊστικός Διαφωτισμός δέν μπόρεσε νά διεισδύσει στά σπλάγχνα τῆς παιδείας τοῦ δούλου Γένους. Ἔτσι, περιορίσθηκε οὐσιαστικά σέ μία λόγια θεωρητική ἤ πλασματική διαλεκτική τόσο γιά τίς δομές τῆς παιδείας, ὅσο καί γιά τή θέση τῶν νέων ἰδεῶν τῶν νέων φιλοσόφων τῆς Δύσης στή ζωή καί στήν παιδεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Συνεπῶς, οἱ ἕλληνες διαφωτιστές , οἱ ὁποῖοι συγκλονίσθηκαν ἀπό τή συνάντηση τους μέ τόν πολύμορφο δυτικό Διαφωτισμό , δέν μπόρεσαν νά κάνουν ἠθικο-κοινωνική πράξη τοῦ λαοῦ τή δική τους μετριοπαθῆ φιλοσοφική ἰδεολογία , γιατί οἱ θεσμικά ὀργανωμένες καί συνειδησιακά ριζωμένες στήν ψυχή τοῦ Ἑλληνισμοῦ παραδοσιακές θρησκευτικές δομές καί ἐκφράσεις τῆς κοινωνίας καί τῆς παιδείας ἔμειναν οὐσιαστικά ἀπρόσβλητες ἀπό τά ἀκραῖα ἤ καί προκλητικά νεωτεριστικά κηρύγματα τῶν νέων φιλοσόφων. Οἱ βεβιασμένες ὅμως διακηρύξεις τους ἐναντίον τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ἐναντίον τῆς Θρησκείας γενικώτερα καί τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἰδικότερα καί ἐναντίον τῶν καθιερωμένων θεσμῶν καί παραδόσεων τοῦ Ἔθνους περιόρισαν τίς δυνατότητες ἐπηρεασμοῦ τῆς λαϊκῆς βάσης ἀπό τίς νέες ἰδέες τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν, ἀφοῦ θεωρήθηκαν « ξένες» ἤ καί ὕποπτες τάσεις ἤ προτάσεις, οἱ δέ φορεῖς τους ὡς ἀφελεῖς, ἰδιοτελεῖς ἤ καί συνεπαρμένοι ἀπό μία ἄκριτη καί κούφια « ξενομανία».
- Ὁ ρόλος τῶν ἁγωνιστῶν στόν ἀπελευθερωτικό ἀγώνα
Τό κρίσιμο ἐρώτημα γιά τίς ἰδεολογικές ζυμώσεις τῶν νέων ἰδεῶν ὅλων τῶν μορφῶν τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ στήν προεπαναστατική περίοδο ἦταν ἐκεῖνο πού συνδέεται ἄμεσα μέ τό ἱστορικό γεγονός τοῦ ἑορτασμοῦ, ἤτοι τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση . Ποία λοιπόν ἦταν ἡ ἐπίδραση τῶν ἰδεολογικῶν αὐτῶν ζυμώσεων γιά τήν προετοιμασία ἤ τήν κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821; Τί προσέφερε σέ αὐτή κάθε μία ἀπό τίς τάσεις αὐτές; Ποῖο μητρικό φίλτρο γέννησε, γαλούχησε καί διαμόρφωσε τούς γενναίους ἀγωνιστές τῆς Ἐπαναστάσεως; Ποῖα ἦσαν τά σοβαρά προβλήματα γιά τήν ἄμεση κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως;
Ἡ ἀπάντηση λοιπόν στά σημαντικά αὐτά ἐρωτήματα εἶναι σύνθετη, μετά τίς γενόμενες ἤδη διαπιστώσεις. Ἄλλωστε, στό θεωρητικό πεδίο, ἡ ἀναφορά τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ στήν ἠθικο κοινωνική πράξη μέ τή νέα λογική τῶν νέων ἰδεῶν παρέμεινε, ὅπως εἴπαμε, ἕνα ἐξαιρετικό προνόμιο μόνο τῶν προνομιούχων λογίων κύκλων τοῦ Γένους, ἀλλ ᾿ ὅμως δέν πέτυχε νά διεισδύσει στήν παιδεία καί στον λαό. Ὡστόσο, ἄν θεωρούσαμε ὡς δυνατή μία ἐπιτυχία τήν προσπάθεια τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν νά περάσουν στήν παιδεία ὁρισμένες ἀπό τίς νέες ἰδέες τῶν δυτικοευρωπαίων φιλοσόφων, τότε ποία θά ἦταν θεωρητικά ἡ μορφή τῆς πορείας τοῦ Γένους πρός τήν Ἐπανάσταση; Εἶναι ἀναντίρρητο τό γεγονός, ὅτι ἡ πορεία πρός τήν Ἐπανάσταση θά ἦταν ὁπωσδήποτε βραδεία, ἀφοῦ, ὅπως θά δοῦμε, ὁ δυτικός Διαφωτισμός, καίτοι ἀπέρριψε τόν θεωρητικό ἀριστοτελισμό , ἐν τούτοις δέν ἀγνόησε τήν ἀριστοτελική λογική στίς δομές τοῦ ὀρθολογιστικοῦ φιλοσοφικοῦ του συστήματος.
Πράγματι, μεταξύ τῆς ἀριστοτελικῆς λογικῆς καί τῆς λογικῆς τῶν νέων φιλοσόφων τῆς Δύσεως ὑπάρχει μία βαθύτατη σχέση καί ἐξάρτηση ὄχι μόνο μορφῆς, ἀλλά καί περιεχομένου. Ὡστόσο, ἡ ἀναφορά τῶν ἀρχῶν τῆς νέας φιλοσοφίας στήν ἠθικοκοινωνική πράξη κάνει στενότερη τή σχέση τοῦ ὀρθολογισμοῦ μέ τή βιοθεωρία καί τήν κοσμοθεωρία τοῦ περίεργου καί ἀνήσυχου ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς, ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νά ἐπανατοποθετηθεῖ στή νέα δομή τῆς κοινωνίας, μέ μόνο μάλιστα γνώμονα τόν προτεινόμενο αὐτοδύναμο ὀρθό λόγο τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν λοιπόν ὁ ἑλληνικός Διαφωτισμός εἶχε πετύχει νά ἐπιβάλει πράγματι στήν κοινωνία τοῦ δούλου Γένους τό ἀνθρωποείδωλο τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ , τότε θά μπορούσαμε νά ὑποθέσουμε, ὑπό μία θεωρητική συλλογιστική λογική, ὅτι θα ἦταν πολύ δύσκολη ἡ ἄμεση κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως τό 1821. Ἄλλωστε, μία λογική προσέγγιση τοῦ θέματος θά προϋπέθετε ἀπαραιτήτως γιά τήν κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως μία « λογική» ἀναλογία ὄχι μόνο τῆς κατάλληλης παιδείας, ἀλλά καί τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων τῶν ὑπόδουλων καί τῶν κατακτητῶν.
Εἶναι ὅμως εὐνόητον ὅτι ἡ κήρυξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ τό σημαντικώτερο πολιτικό καί διπλωματικό γεγονός τοῦ 19ου αἰώνα στήν Εὐρώπη , ἀφοῦ οἱ Μεγάλες Δυνάμεις στό Συνέδριο τῆς Βιέννης (1815) εἶχαν ἀπαγορεύσει αὐστηρῶς ὁποιονδήποτε ἀπελευθερωτικό ἀγώνα λαοῦ , χωρίς μάλιστα τή συναίνεσή τους, ἐναντίον ὁποιουδήποτε μονάρχη τῶν Μεγάλων Δυνάμεων , στίς ὁποῖες συμπεριλαμβανόταν καί ὁ ἀδύναμος σουλτάνος τῆς Τουρκίας. Προφανῶς, οἱ ἕλληνες διαφωτιστές , ὅπως καί πολλοί ἄλλοι λόγιοι, ἀγνοοῦσαν τίς ἀποφάσεις αὐτές, γι ᾿ αὐτό ἐπέμεναν ὅτι ἔπρεπε νά προετοιμασθεῖ συστηματικά ἡ κήρυξη τῆς Ἐπαναστάσεως ὄχι μόνο μέ τή συγκρότηση ἑνός ἀξιόμαχου στρατοῦ, ἀλλά καί μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς μορφωτικῆς στάθμης τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Συνεπῶς, ἀκόμη καί οἱ διαπρεπεῖς μετριοπαθεῖς ἕλληνες διαφωτιστές, ὅπως λ.χ. ὁ Ἀδ. Κοραῆς, πίστευαν, μέ βάση μάλιστα τίς ἀρχές τῆς λογικῆς τῶν νέων ἰδεῶν τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ , ὄχι μόνο ὅτι τό Γένος δέν ἦταν ἀκόμη ἕτοιμο γιά τόν ἀπελευθερωτικό ἀγώνα, ἀλλά καί ὅτι θα ἔπρεπε νά προετοιμασθεῖ προηγουμένως πνευματικά μέν μέ τήν παιδεία, στρατιωτικά δέ μέ τήν κατάλληλη ὀργάνωση ἑνός ἀξιόμαχου στρατοῦ, προτοῦ ξεσηκωθεῖ ἐναντίον τοῦ βάρβαρου δυνάστη.
Στό ἰδεολογικό αὐτό πλαίσιο ὅμως αὐτό, ὁ Ἀδ. Κοραῆς τοποθετοῦσε χρονικά τή δυνατότητα κηρύξεως τῆς Ἐπαναστάσεως σέ πολύ μεταγενέστερο χρόνο, γι᾿ αὐτό δέν ἦταν βέβαιος ὅτι αὐτή θά συνέπιπτε στή διάρκεια τῆς ζωῆς του. Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, τό ἀνθρωποείδωλο τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν ἔδινε μία ἀπόλυτη προτεραιότητα στόν ὀρθό λόγο ἔναντι τοῦ λόγου τῆς πίστεως καί ἀξιολογοῦσε τήν προσωπική, τήν κοινωνική καί τήν ἐθνική του παρουσία, μέ ἀπόλυτο κριτήριο τή νέα «λογική» τῶν νέων ἰδεῶν τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ. Ἡ ἰδιαίτερη λοιπόν εὐαισθησία τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν κρινόταν ἀπαραίτητη ὄχι μόνο γιά τήν κοινωνική ἀπελευθέρωση, στό πλαίσιο ὅμως τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ, ἀλλά καί γιά τήν ἀνάκτηση τῆς ἐθνικῆς τους ἀνεξαρτησίας καί ἐλευθερίας, ἡ ὁποία ἀποτυπώθηκε μέ ἔμφαση στή σχετική γραμματεία τῆς ἐποχῆς.
Ἡ εὐαισθησία ὅμως αὐτή ἔθετε ὡς προϋπόθεση γιά τόν ἀγώνα τοῦ Γένους τόσο τήν κατάλληλη μόρφωση, ὅσο καί τήν κατάλληλη προετοιμασία του, ἀφοῦ οἱ ἕλληνες διαφωτιστές δέν πίστευαν, ὅπως ἄλλωστε καί οἱ Φαναριῶτες, ὅτι τό Ἔθνος ἦταν ψυχολογικά ἔτοιμο καί στρατιωτικά ἀξιόμαχο γιά νά ἀναλάβει τόν ὑπέρ πάντων ἀπελευθερωτικό του ἀγώνα. Ἡ λογική λοιπόν βάση ἀξιολογήσεως τῶν ἀντικειμενικῶν δυνατοτήτων μιᾶς ἄμεσης κηρύξεως Ἐπαναστάσεως δέν ἦταν δυνατόν νά ἀγνοήσει τίς συνέπειες τῆς διαφορᾶς δυνάμεων σέ ἕνα τόσο ἐπικίνδυνο ἀγώνα ὄχι μόνο ἀπό τήν πλευρά τῆς ἀναλογίας δυνάμεων, ἀλλά καί ἀπό τήν πλευρά τῆς ἀνύπαρκτης κατάλληλης ὀργανώσεως τῆς πολεμικῆς προετοιμασίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Σύμφωνα, μέ τίς ἀρχές τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς, ἀλλά καί μέ τά πρόσφατα κριτήρια τῆς ὀδυνηρῆς ἐμπειρίας τοῦ παρελθόντος («ὀρλωφικά»), ὑποστηριζόταν εὐλόγως ὅτι ὁ Ἑλληνισμός θά ἔπρεπε νά ἀναβαπτισθεῖ πνευματικά μέσα ἀπό τούς θεσμούς τῆς παιδείας καί νά προετοιμασθεῖ γιά τόν ἀπελευθερωτικό ἀγώνα ἐναντίον ἑνός βάρβαρου δυνάστη.
Ἐν τούτοις, ἡ λογική αὐτή βάση, πού μορφοποιήθηκε κυρίως ἀπό τίς ἰδεολογικές ἀρχές τοῦ γαλλικοῦ Διαφωτισμοῦ , συγκλονίσθηκε ἀπό τό γεγονός τῆς ἄμεσης κηρύξεως τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Ἡ πίστη λοιπόν τοῦ Γένους στήν ἐλευθερία καί στά ἰστορικά πεπρωμένα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τά ὁποῖα εἶχαν ἰδιαίτερα ἐξαρθεῖ καί ἀπό τούς ἕλληνες διαφωτιστές , ξεπέρασε τίς λογοκρατικές ἐκτιμήσεις, τίς συλλογιστικές πιθανολογήσεις καί τίς λογικές ἐπιφυλάξεις τοῦ Ὀρθολογισμοῦ, ἀφοῦ ἡ ἔξαρση τῆς πίστεως καί τῆς ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας δέν ὑπήκουσε σέ κανόνες τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ἔτσι, τό Ἔθνος, ἐξαγνισμένο μέ τήν πεῖρα τῶν μακροχρόνιων δοκιμασιῶν τῆς δουλείας καί ὑπερήφανο γιά τήν ἐθνική καί τή θρησκευτική του ταυτότητα, ὑψώθηκε σύσσωμο μπροστά στόν βάρβαρο κατακτητή, μέ μοναδικό μάλιστα σκοπό τήν ἀνάκτηση τῆς πολυπόθητης ἐθνικῆς του ἐλευθερίας.
Σέ αὐτή λοιπόν τήν ὁμόθυμη Ἐθνεγερσία οἱ διάφοροι πνευματικοί φορεῖς τοῦ Ἔθνους λησμόνησαν τίς φιλοσοφικές τους προλήψεις ἤ τίς ἰδεολογικές τους ἀντιθέσεις καί συστρατεύθηκαν, μέ μία ὑπέροχη μάλιστα ὁμοψυχία, στόν τιτάνιο ἀγώνα, στον ὁποῖο πρωταγνωστής ὑπῆρξε ὁλόκληρος ὁ ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἑλληνισμός. Οἱ λόγιοι διαφωτιστές, οἱ ἀριστοτελικοί φιλόσοφοι, οἱ φαναριῶτες λόγιοι καί ὁ εὐλαβής κλῆρος ὑποτάχθηκαν πλήρως στήν ὑπέρτατη αὐτή βούληση τοῦ Ἔθνους, τό ὁποῖο ἐδονεῖτο σύγκορμο ἀπό τή νοσταλγία τοῦ ὁράματος τῆς ἐλευθερίας καί ἀπό τήν πηγαία καί ἀνεξάντλητη πίστη στήν ἱστορική του μοῖρα. Ἀντίθετα λοιπόν πρός κάθε λογοκρατική ἀντίθεση τῶν ἑλλήνων διαφωτιστῶν, ὁ Ἑλληνισμός ξεσηκώθηκε τό 1821 μέ ὁλόθυμη αὐτοθυσία « γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς Πατρίδος τήν ἐλευθερία».
Συνεπῶς, οἱ αὐθεντικοί ἀνθρώπινοι χαρακτῆρες τῶν ἡρώων καί τῶν ἀγωνιστῶν τῆς συγκλονιστικῆς ἐκείνης ἐθνικῆς ἐποποιΐας δέν ἦσαν ὁπωσδήποτε ἰδεολογικά ἀντίτυπα τῶν ἀνθρωποειδώλων τοῦ λογοκρατούμενου δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ. Ἡ ἀληθινή τυπολογία τοῦ ἀγωνιστῆ στόν ὑπέρτατο ἀπελευθερωτικό ἀγώνα τοῦ 1821 βγῆκε μέσα ἀπό τό ἔμφυτο διαχρονικό φρόνημα τοῦ εὐλαβοῦς λαοῦ, τό ὁποῖο δέν προϋπῆρχε, ἀλλά γεννήθηκε μέσα ἀπό τόν ἀγώνα. Βεβαίως, ὁ ἀγωνιστής δέν εἶναι μία ὑπερβατική προσωπικότητα, ἀλλ ᾿ ὅμως χαρακτηρίζεται ἀπό ὅλα τά προτερήματα καί ἀπό ὅλες τίς ἀδυναμίες ἑνός λαοῦ, ὁ ὁποῖος δέν συλλογίζεται, ὅπως οἱ λόγιοι διαφωτιστές, ἀλλά μετέχει πρόθυμα, ὁλόθυμα καί ἀπροϋπόθετα στόν ἀγώνα, δέν κυριαρχεῖ πάνω του ἡ λογική, ἀλλά ἡ πίστη στά πεπρωμένα τοῦ Γένους, δέν διαχωρίζεται, ἀλλά ταυτίζεται μέ τόν λαό.
Πράγματι, σέ αὐτή τήν ἱερή μυσταγωγία τῆς Ἐθνεγερσίας , ἡ ὁποία κινήθηκε στά ὅρια σχεδόν τοῦ παραλόγου, τῆς ἀκλόνητης πίστεως καί τῆς ἐλπίδας , λειτουργοί ἦσαν ὁλόκληρος ὁ Ἑλληνισμός καί ὄχι μόνο μερικά διακεκριμένα καί μεγαλόπνοα πρόσωπα. Ἄλλωστε, σέ ἕνα τόσο δύσκολο ἀπελευθερωτικό ἀγώνα, ὁ μέν λαός πρώτα πιστεύει καί ἀποφασίζει καί μετά βλέπει τούς καρπούς τοῦ ἀγώνα του, ἐνῶ οἱ φωτισμένοι λόγιοι πρώτα θέλουν νά βλέπουν τούς καρπούς καί μετά νά ἀποφασίσουν γιά τόν ἀγώνα.
Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, μέσα ἀπό τόν ἀγώνα, οἱ ἀγρότες ἤ ποιμένες, οἱ ὁποῖοι σάρκωναν μέ τή ζωή τους τίς παραδοσιακές ἐλπίδες τοῦ Ἔθνους, ἀναδείχθηκαν σέ ὑπέροχους στρατηγούς καί οἱ ἁπλοί ναῦτες σέ ἐμπειρότατους ναυάρχους, οἱ ὁποῖοι ἡγήθηκαν μέ μοναδική αὐταπάρνηση καί αὐτοθυσία σέ ὅλες τίς δύσκολες στιγμές τοῦ ἀγώνα στήν ξηρά καί στή θάλασσα. Πράγματι, ὁ Θ. Κολοκοτρώνης , ὁ Κ. Κανάρης καί τόσοι ἄλλοι μεγάλοι ἥρωες τῆς Ἐθνικῆς Παλιγγενεσίας , δέν ζυμώθηκαν βεβαίως μέ τίς ἰδεολογικές ζυμώσεις τῶν νέων ἰδεῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ τοῦ 18ου αἰώνα, ἀλλ ᾿ ὅμως ἐνσάρκωσαν μέσα τους τή διαχρονική ψυχή τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅπως αὐτή εἶχε διαμορφωθεῖ μέσα ἀπό τίς παραδοσιακές ἀρχές τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης.
Ἡ ὀρθολογιστική λοιπόν ἀξιολόγηση τόσο τῶν ἀναγκαίων προϋποθέσεων, ὅσο καί τῶν πιθανῶν δυνατοτήτων γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ ὑπέρτατου ἀγώνα δέν βρῆκε χῶρο στό νοῦ τοῦ ξεσηκωμένου Γένους, γιατί στήν παλλόμενη ἀπό τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα καρδιά τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 ξεπεράστηκαν τόσο οἱ εὔλογες ἐπιφυλάξεις, ὅσο καί οἱ λογικοί ὑπολογισμοί. Ἄλλωστε, ἐκεῖ πού μπορεῖ νά φθάσει ἡ δύναμη τῆς καρδιᾶς δέν μπορεῖ νά φθάσει ποτέ ἡ δύναμη τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά τοῦ ἀγωνιστῆ ἀπό τόν διανοούμενο, γι ᾿ αὐτό τό Ἔθνος σύσσωμο, μέ μόνο ὁδηγό τήν πίστη του στόν Θεό καί στά ἱστορικά πεπρωμένα του, βάδισε ἀποφασιστικά τόν παράλογο δρόμο τῆς θυσίας γιά νά κατακτήσει μέ τόν ἀγώνα του « ἤ τή νίκη ἤ τή θανή».
Συνεπῶς, ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ ὁποῖος σάρκωσε μέσα του τήν ψυχή τοῦ Ἔθνους, εἶναι ὁ ἴδιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε, γαλουχήθηκε, μορφοποιήθηκε καί ἀνδρώθηκε στούς σκοτεινούς αἰῶνες ἀπό τήν παιδεία καί τή διδαχή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Εἶναι λοιπόν ὁ ἴδιος ὁ χριστιανός ἄνθρωπος τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης , πού ἀποδέσμευσε αἰφνίδια τή θερμουργό καί θαυματουργική δύναμη τῆς πίστεως καί τῆς ἐλπίδας, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ραγιάς, πού ἐνεργοποίησε τίς ἀδρανοποιημένες δυνάμεις του, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τῆς νοσταλγικῆς προσδοκίας, πού ἐπωμίσθηκε σέ μία κρίσιμη στιγμή ὅλη τήν εὐθύνη γιά τήν ἐκπλήρωση της, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐλευθερίας, πού γιά αἰῶνες γαλουχήθηκε μέ τό ὅραμά της στό διαχρονικό παλλάδιο τοῦ Ἔθνους, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
* Ὁμιλία στό Ἐπιστημονικό Συνέδριο τῆς «Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων» (1982), μέ ὁρισμένες ἀλλάγές στή διατύπωση γιά νά συνδεθῆ μέ τήν ἐπετειακή ἐπικαιρότητα (2021).
Πηγή: http://www.apostoliki-diakonia.gr/
Страницы
- « первая
- ‹ предыдущая
- 1
- 2
- 3
- 4
- 5
- 6
- 7
- 8
- 9
- …
- следующая ›
- последняя »